Πέμπτη βράδυ. Μόνη. Ξανά. Σε μία πόλη γεμάτη ζωή. Σε μια ζωή γεμάτη χαρά. Σε μια ζωή πιο πλήρης απ’ ό,τι κάποιος θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει. Ποιος είναι ευχαριστημένος όμως με τα μερικά; Μα, ούτε όλα δεν είναι καλά-καλά αρκετά.

Όταν είσαι νέος, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες, όταν μπορείς να έχεις ό,τι θες εσύ, θες κι αλλά. Και μόλις καταλάβεις ότι στη ζωή ποτέ δε θα έχεις τα πάντα, τότε αρχίζεις να μελαγχολείς, να σκέφτεσαι κι εν τέλει να ανακαλύπτεις την αξία της μοναξιάς. Και μόλις αρχίζεις να τη μαθαίνεις, πίστεψέ με, φίλε μου, την ερωτεύεσαι.

Γιατί, μόνη αυτή συμπληρώνει τη πληρότητα που τόσο μανιωδώς προσπαθείς να κατακτήσεις. Αυτή σε καταλαβαίνει. Αντιλαμβάνεσαι τη μαγεία της. Τη δύναμη που έχει να σε καταλάβει, όσο ποτέ κανείς δε νόμιζες ότι θα μπορέσει. Γιατί δε χρειάζεται να μιλήσεις. Να εξηγήσεις και να χρειαστεί να το αντιληφθεί. Η σιωπή είναι αρκετή. Εκεί να πας πάντα. Εκεί που η σιωπή είναι αρκετή. Πόσο όμορφο. Τίποτα πιο ιδανικό.

Πέμπτη βράδυ, με παρέα ένα ποτήρι κρασί και τον εαυτό σου. Σε αυτόν που χρωστάς τα πάντα. Που οφείλεις εσένα τον ίδιο. Δωσ’ του τα όλα, όσα έχεις και δεν έχεις. Ό,τι καλύτερο μπορείς να του χαρίσεις λοιπόν, είναι αυτό. Η πλήρης αφιέρωση του χρόνου σου σε αυτόν. Να βυθιστείς στη σκέψη και στην εξιλέωση των μέσα σου.

Τα γράφω και χαμογελάω. Γιατί είμαι μόνη μου. Περνάω ένα ήσυχο βράδυ με τον εαυτό μου. Ποσό μου αξίζει αυτό. Χαράμισα τόσα βράδια με ανθρώπους που δεν άξιζαν δευτερόλεπτο. Και προσπάθησα, κι έδωσα, και δεν πήρα τίποτα πίσω. Όχι ότι περίμενα ή ότι το έκανα γι’ αυτό. Αλλά να, υπήρχε η ελπίδα, αυτή η γαμημένη ελπίδα πάλι, ότι κάποιος θα καταλάβαινε κάτι. Αλλά τζίφος. Γι’ αυτό λέω. Καλύτερα η μοναξιά, φίλε μου. Αυτή δε σε προδίδει ποτέ.

Τώρα δεν το καταλαβαίνεις ίσως. Αλλά θα περάσουν τα χρόνια. Και θα μπουχτίσεις. Απ’ την πολλή ψευτιά και την υποκρισία. Να απαντάς με συγκαταβατικά βλέμματα και νοήματα αντί να στείλεις στον διάολο όσους το αξίζουν. Να τους πετάξεις απ’ τη ζωή σου σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Κι αφού έχουν περάσει τα χρόνια, το έχω καταλάβει. Και γράφω γι’ αυτό. Ώστε άλλοι, να μην αργήσουν τόσο πολύ να το καταλάβουν. Ζεις για σένα -ξέρω, κλισέ ως το κόκκαλο. Μη σε αμφισβητήσεις στιγμή. Κι ειδικά για χάρη ενός άλλου. Μόνο εσένα έχεις, αγάπη μου. Καλό να στηρίζεσαι και σε οικογένεια, ίσως και βασικό θα έλεγα. Αλλά με σένα γεννιέσαι και πεθαίνεις, και φρόντισε γιατί μόνος σου πάντα θα ‘σαι, να σε έχεις αγαπήσει και να έχεις ζήσει όπως θέλησε η ψυχούλα σου.

Γι’ αυτό πάρε τον χρόνο σου. Μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα. Πιο ευτυχισμένος θα ζήσεις. Όχι απομονωμένος. Αλλά σε μια επιλεγμένη, παροδική κι επιλεκτική μοναξιά. Ώστε να σε καταλάβεις. Εσένα τον ίδιο. Να σε βάλεις πάνω απ΄ όλα. Και να δώσεις στα άτομα που το αξίζουν. Όλα. Ναι, όλα. Μόνο ένα μικρό κομματάκι να κρατήσεις για την πάρτη σου. Γιατί αν χρειαστεί να τους αποχωριστείς, ξέρεις, δε θέλω να αδειάσεις. Άσχημο πράγμα να ζεις άδειος.

Καλύτερα κράτα κάτι ελάχιστο, να θρέψεις το μέσα σου, όταν το θελήσει. Πριν σου φάει τα σωθικά ο πόνος. Γιατί, φίλε μου, στη ζωή πάντα στο τέλος θα μένετε οι τρεις σας. Εσύ, ο εαυτός σου κι η μοναξιά σας. Κι εγώ αυτό, ναι,–όταν γίνεται από επιλογή–,το θεωρώ μια σουρεαλιστική μορφή ευτυχίας.

Συντάκτης: Χριστίνα Καρυοφυλλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη