Τρέχω χαλαρά στο διάδρομο του γυμναστηρίου. Έχω ρυθμίσει να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα σε 15’ ακριβώς. Ανηφοροκατηφόρες κι εναλλαγή ταχύτητας. Βαριέμαι πολύ. Το σώμα μου δεν ανταποκρίνεται με χαρά και γιατί άλλωστε; Ούτε θέα έχω ούτε βιάζομαι μη μου φύγει το λεωφορείο, για να έχω κίνητρο να τρέξω γρηγορότερα.

Διαβάζω για πολλοστή φορά τις οδηγίες πάνω στο μηχάνημα  –ο ψυχαναγκασμός μου αυξάνεται όταν ζορίζομαι – κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται μερικοί άνθρωποι να είναι τόσο πειθαρχημένοι, ώστε να μη βαρυγκωμούν όταν χτυπιούνται στο γυμναστήριο.

Την ώρα που σκέφτομαι να τα παρατήσω, θυμάμαι το στόχο που έχω εδώ και μια δεκαετία, που βέβαια ποτέ δεν ολοκληρώνω, να φτιάξω δηλαδή ένα όμορφο, σφιχτό σώμα που να με κάνει να νιώθω άνετα. Να φοράω τα ρούχα που θέλω, να νιώθω καλά μέσα του.

Το βλέμμα μου πέφτει σε μια κοπέλα, κάπως εύσωμη, που προσπαθεί να ολοκληρώσει μια άσκηση με βαράκια. Φυσάει, ξεφυσάει αλλά δεν μπορεί να τη φέρει εις πέρας εύκολα. Δεν κοιτάζει καθόλου γύρω της, σαν να προσπαθεί να περάσει όσο πιο απαρατήρητη γίνεται. Ξαφνικά, της πέφτει το βαράκι και  σκύβει με δυσφορία. Δυο-τρία άτομα γυρίζουν και την κοιτούν. Αν άνοιγε η γη να την καταπιεί θα ήταν το καλύτερο σενάριο. Αναψοκοκκινίζει, κοιτάζει κλεφτά γύρω της και το σηκώνει. Τραβάει τη μπλούζα της με θυμό, σαν να τη μαλώνει που ανέβηκε πιο πάνω κι άφησε να φανούν οι γλουτοί της και συνεχίζει την εκτέλεση της άσκησης.

Παρατηρώ το σώμα της, όσο φαίνεται μέσα από τα φαρδιά ρούχα. Ώμοι πεσμένοι, αυχένας γυρτός, ένα κορμί γεμάτο συστολή. Τα αυστηρά γυαλιά της δεν αφήνουν να φανεί το πρόσωπό της, με δυσκολία διακρίνω τα μεγάλα γαλανά μάτια της. Τα μάγουλά της, ακόμη πιο κόκκινα απ’ την προσπάθεια να αντεπεξέλθει στις ασκήσεις, της προσδίδουν μια αθωότητα και μια γλυκύτητα μαζί. Θα μπορούσες να την πεις όμορφη, αν δε σαμπόταρε τη θηλυκότητά της  πίσω από τόσες ασπίδες.

Σκέφτομαι όλες τις φορές που με κοίταξα στον καθρέπτη κι εντόπισα μόνο ελαττώματα. Φέρνω στο νου μου τους ανθρώπους που γνωρίζω. Από μικροί, οι περισσότεροι εστιάζουμε στην έλλειψη. «Δεν έχω ωραία πόδια, δεν έχω μεγάλες πλάτες, δεν είμαι όμορφος, δεν έχω καθαρό δέρμα, δεν έχω πλούσια μαλλιά, δεν, δεν…». Χιλιάδες «δεν» έχουν ειπωθεί στο αντίκρισμα του ειδώλου μας. Κι ας μας λένε οι άλλοι συχνά το αντίθετο, εμείς σπεύδουμε να ακυρώσουμε τις φιλοφρονήσεις. Όταν ήμασταν μωρά συνήθως οι μεγάλοι θαύμαζαν την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω μας. Φάνταζαν όλα τέλεια. Τι έγινε στην πορεία και δεν εσωτερικεύσαμε αυτή την ιδανική εικόνα για τον εαυτό μας; Από πού πηγάζει αυτή η έλλειψη;

Το σώμα είναι αυτό που ντύνει την ψυχή μας. Ο προστάτης κι ο τελικός αποδέκτης των εξωτερικών ερεθισμάτων, που μας διαχωρίζει απ’ τους άλλους, που θέτει τα σαφή όρια του εαυτού μας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η ποιότητα κι η ποσότητα σε χάδια κι αγκαλιές δημιουργούν ένα ασφαλές στρώμα προστασίας απέναντι στις εξωτερικές συναισθηματικές επιθέσεις.

Όταν δε δίνονται αφειδώς και με στοργή, το σώμα δημιουργεί μνήμες απόρριψης. Αλλά κι όταν από παιδί συνεχώς μας βάζουν στη διαδικασία να συγκρινόμαστε με τους άλλους και να πρέπει να ακολουθήσουμε τα προκαθορισμένα βήματα της πλειοψηφίας, ανεξαρτήτως των δικών μας ρυθμών και των ιδιαίτερων ικανοτήτων και ταλέντων μας, πνίγεται η μοναδικότητά μας και βλέπουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα απ’ τα μάτια των τρίτων. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα αρχίσουμε να νιώθουμε ότι δεν είμαστε αρκετοί, άρα δεν αξίζουμε να αγαπηθούμε ολοκληρωτικά. Εκεί μπαίνουν τα πρώτα «δεν».

Όλα τα «δεν» τα απορροφά το δέρμα μας άκριτα, φτιάχνοντας στιβάδες πάχους, ακμή, κακή στάση σώματος και πάει λέγοντας. Κι έτσι χάνουμε την επαφή με το όχημά μας, το σώμα μας, το βλέπουμε σαν ξένο και προσπαθούμε να το αλλάξουμε μήπως τελικά αγαπηθεί.

Σώμα που δεν αγαπήθηκε όμως επαρκώς, δεν μπορούμε να το αγαπήσουμε. Το τιμωρούμε με αναποτελεσματικές δίαιτες, με κακή διατροφή, με καθιστική ζωή, με ρούχα που δε μας ταιριάζουν, με έρωτες απορριπτικούς και σχέσεις ελλειμματικές. Το παραδειγματίζουμε με έλλειψη φροντίδας, που δε σταθήκαμε ικανοί να αγαπηθούμε ακριβώς γι’ αυτό που είμαστε.

Ο διάδρομος σταματάει, πέρασαν τα λεπτά χωρίς να το καταλάβω. Ξανακοιτάζω την κοπέλα, που αυτή τη φορά έχει σταματήσει τις ασκήσεις και συζητά με ένα συναθλούμενο. Κάτι της είπε κι εκείνη χαμογελά. Το σώμα της ανορθώνεται, κάνοντάς τη να φαίνεται ψηλότερη, πιο ευθυγραμμισμένη. Διακρίνω μια μικρή λάμψη στο πρόσωπό της. Ίσως στιγμιαία να καθρεφτίστηκε η θαμμένη ομορφιά της στα μάτια του.

Είσαι τέλεια ακριβώς όπως είσαι κορίτσι μου, σκέφτομαι κι ετοιμάζομαι να σηκώσω τα δικά μου βαράκια.

Συντάκτης: Μαρία Πατσιλίβα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη