Και που λες, περπατάς στο δρόμο αμέριμνα ή έτυχε να βγεις ένα βράδυ σ’ένα μαγαζί που σύχναζες παλιά. Κι εκεί που σιγοτραγουδάς ή πίνεις ήσυχα το ποτό σου και γελάς, ξαφνικά εμφανίζεται ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελες να δεις ποτέ μπροστά σου. Πριν από κάποια χρόνια, τρελαινόσουν γι’ αυτόν. Όταν έμπαινε στο πλάνο σου ή όταν στεκόταν δίπλα σου σού κοβόταν η ανάσα. Και δεν μπορείς να πεις ότι, εντάξει μωρέ, μια φάση ήταν και πέρασε. Όχι, κράτησε υπερβολικά πολύ όλη αυτή η ιστορία.

Σου είχε κυριολεκτικά καρφωθεί στο μυαλό για πάρα πολύ καιρό. Περπατούσες, τον σκεφτόσουν, οδηγούσες, την έβλεπες να περνάει από κάθε διάβαση. Στον δρόμο νόμιζες ότι άκουγες το όνομά της ή ότι το αγόρι απέναντι σίγουρα του έμοιαζε καταπληκτικά, αν δεν ήταν όντως αυτός.

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι, τελικά, δεν έγινε τίποτα μεταξύ σας. Παρ’ όλο που μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά ότι όντως, κάτι υπήρχε μεταξύ σας, τελικά δεν εξελίχθηκε. Λίγο ο φόβος, λίγο οι συγκυρίες, στο τέλος έμεινες μπακούρι, όπως λέμε με αυστηρά επιστημονικούς όρους.

Έλα όμως που κατά καιρούς υπάρχει ακόμα μέσα στο μυαλό σου. Έχουν υπάρξει βράδια που σ’ έχει κρατήσει ξάγρυπνο, έχουν παίξει τραγούδια που σου τον έχουν θυμίσει. Και, κυρίως, έχουν υπάρξει στιγμές που σ’ έχει φάει το «τι θα γινόταν αν…». Τι θα γινόταν αν τα είχατε καταφέρει; Θα ήταν ωραία; Δεν έχεις καμιά αμφιβολία περί αυτού. Αφού θυμάσαι πολύ καλά το κόλλημα που είχες φάει.

Και να που τώρα, έτσι στα ξαφνικά, στο τελευταίο μέρος του κόσμου που θα περίμενες να τον δεις ή να τη συναντήσεις στέκεται εκεί μπροστά σου. Μπορεί ακόμα και να κάθεστε στο ίδιο τραπέζι. Τι γίνεται τώρα;

Περιμένεις σουβλιά στο στομάχι, περιμένεις τα γόνατα να κοπούν, περιμένεις να αρχίσεις να ακούς την καρδιά σου να ξεκινήσει να κρατάει το ρυθμό σαν ταμπούρλο. Περιμένεις μια αντίδραση τέλος πάντων. Τόσο καιρό σε βασάνισε αυτός ο άνθρωπος, θα μπορούσες να πεις ακόμη κι ότι είναι ένα μικρό σου απωθημένο. Η ονειρική τέλεια κι αγνή σχέση, που έμεινε έτσι ακριβώς γιατί δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

Κι εσύ, ενώ όλα αυτά περνούν από το μυαλό σου μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, δε νιώθεις απολύτως τίποτα. Κενό, πάγος, σχεδόν σαν να είναι η κολόνα του μαγαζιού αυτό που βλέπεις κι όχι ένας άνθρωπος που μια φορά κι έναν καιρό είχες ερωτευτεί. Τέτοια αδιαφορία.

Το λες κι ανώμαλη προσγείωση αυτό που νιώθεις. Εσύ αλλιώς τα θυμόσουν. Θυμόσουν έναν γλυκό χαρακτήρα που σε είχε κερδίσει με το χιούμορ του. Θυμόσουν μια κοπέλα όμορφη που δεν έκανε το παν για να γίνει απαράλλαχτη από όλες τις άλλες. Θυμόσουν επίσης ότι η συμπεριφορά του ήταν τόσο ευγενική που δεν ήσουν πάντα σίγουρος αν έτσι συμπεριφερόταν γενικώς ή αν σου την έπεφτε.

Και τώρα, αυτό που βλέπεις μπροστά σου εμφανισιακά μόνο θα μπορούσε να μοιάζει στην λίγο ομιχλώδη φιγούρα που έχεις τόσο καιρό κρατήσει στο μυαλό σου. Έχεις δει ποτέ κρατούν που του πέφτει το σαγόνι στο πάτωμα; Κάπως έτσι είσαι κι εσύ τώρα. Προσπαθείς να κλείσεις το στόμα και να ξεροκαταπιείς πριν αρχίσουν όλοι να σε ρωτάνε τι έγινε και πρέπει να δώσεις εξηγήσεις, αλλά εσύ έχεις ήδη αρχίσει να αμφισβητείς το γούστο σου.

Και δε φταις εσύ. Παίρνεις όρκο ότι ο άνθρωπος που ερωτεύτηκες εσύ τότε σε καμία μα καμία περίπτωση δεν έμοιαζε ούτε λιγάκι με αυτό που τώρα στέκεται μπροστά σου. Προσπαθείς να στύψεις το μυαλό σου και να θυμηθείς τα σημάδια που πιθανόν θα έδειχναν ότι θα ακολουθούσε μια τέτοια κατάληξη –διορθώνεις μέσα σου: μια τέτοια κατάντια– και σκουντάς διπλανό ή διπλανή για να δουν.

Δείχνεις με το βλέμμα τον τύπο ή την κοπέλα που σήμερα δε θα κοίταζες ούτε για δεύτερη φορά, ενώ ταυτόχρονα ψιλοαναρωτιέσαι και μήπως έχεις κάνει λάθος στην εμφάνιση. Αλλά όχι, ο διπλανός επιβεβαιώνει, καλά είδες. Η επόμενη ερώτηση είναι η τελευταία σου ελπίδα για να σώσεις την πληγωμένη σου αξιοπρέπεια: «Καλά ρε, πώς έγινε έτσι αυτός;». Κι η επόμενη απάντηση είναι αυτή που θα σε αποτελειώσει. Πάντα έτσι ήταν θα σου πουν, κι εσύ θα γυρίσεις μπροστά σου, θα βολευτείς λίγο καλύτερα στη θέση σου και μετά τι;

Μετά θα ξανασκεφτείς πόσο ο έρωτας μπορεί να είναι όντως τυφλός και πόσο τυχερός είσαι που τελικά δε συνέβη τίποτα μεταξύ σας. Η μνήμη όμως ακόμα σου παίζει παιχνιδάκια. Αποφασίζεις να ρίξεις μια τελευταία ματιά πριν αποφασίσεις να κουκουλωθείς με όλα τα παλτά και να παριστάνεις πως είσαι κρεμάστρα προκειμένου να αποφύγεις μια πιθανή χειραψία.

Ξανακοιτάς λοιπόν. Τι θυμόσουν εσύ; Καμία σχέση. Καταπίνεις, ξανακαταπίνεις, αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Μαζεύεις το σαγόνι από κάτω, ετοιμάζεσαι να γίνεις κρεμάστρα αν χρειαστεί και προσπαθείς να μην αναρωτιέσαι για τον επόμενο μήνα «Μα πώς στο διάολο εγώ κάποτε ξαγρυπνούσα για σένα;!».

Συντάκτης: Νεφέλη Αρδίττη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη