Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Στη μία ανήκουν αυτοί που δε θυμούνται τίποτα. Η μνήμη τους δεν έχει ισχύ. Δεν μπορούν να θυμηθούν τι έκαναν όχι την προηγούμενη μέρα, αλλά το προηγούμενο λεπτό. Αυτοί, λοιπόν, έχουν το θετικό ότι μπορούν να ξεπεράσουν χωρίς κόπο οτιδήποτε τους έχει πληγώσει. Ξεχνάνε απευθείας εκείνο το δυσάρεστο γεγονός που τους έριξε τη διάθεση και προχωράνε άνετοι κι ωραίοι στο επόμενο βήμα της ζωής τους.

Από την άλλη υπάρχουν κι εκείνοι που έχουν μνήμη ελέφαντα. Που μπορούν να θυμηθούν την παραμικρή λεπτομέρεια. Απ’ το τι έφαγαν πριν ένα μήνα μέχρι τι φορούσε ο μακρινός τους ξάδελφος στο γάμο του Γιάννη, που έγινε πριν πέντε χρόνια. Θυμούνται πολύ καλά εκείνη την κόκκινη λεπτομέρεια στο παπούτσι του, που έκανε το σύνολό του μοναδικό. Απ’ την τόση καλή μνήμη που έχουν μπορούν να φέρνουν στο μυαλό τους, όχι μόνο το ωραίο παπούτσι του ξαδέλφου τους στο γάμο, αλλά και οποιοδήποτε πρόβλημα έχουν. Αυτοί θυμούνται πολύ καλά εκείνο το πρόσωπο που τους έφθειρε ψυχολογικά, την προδοσία από τον άνθρωπο που εμπιστεύθηκαν, εκείνη τη βλακεία που έκαναν, έτσι ώστε να χάσουν κάτι πολύτιμο.

Θυμούνται σκηνές και περιστατικά, που δεν είναι και τόσο θετικά γι’ αυτούς. Έχουν αναμνήσεις από κάτι δύσκολο και επίπονο που έχουν υποστεί στο παρελθόν. Αλλά οι αναμνήσεις αυτές είναι τόσο έντονες, που μερικές φορές είναι σαν να τις ζουν τώρα. Ακόμη κι αν έχουν γίνει πριν δέκα χρόνια. Και πολλές φορές, επειδή κάτι τέτοιο δεν τους βοηθάει και πολύ, έτσι ώστε να συνεχίσουν τη ζωή τους ομαλά και χαρούμενα, καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που διαθέτουν αυτό το στικάκι μνήμης με την τεράστια χωρητικότητα.

Εύχονται να είχαν γεννηθεί σαν τους άλλους. Με εκείνους που ξεχνάνε τον κωδικό από το e-mail τους, με εκείνους που δε θυμούνται πότε έχουν γενέθλια και πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγαν για τζόκινγκ ή για περπάτημα. Όταν θυμούνται πως κάποιος τους φέρθηκε άσχημα, επιθυμούν να πάνε να κάνουν παρέα με ανθρώπους που πρέπει να βάλουν υπενθύμιση στο κινητό για να διεκπεραιώσουν μια σημαντική υποχρέωση. Θέλουν να βγουν έξω με εκείνους, που θα ξεχάσουν τι ώρα έδωσαν ραντεβού και το μέρος που ήταν το σημείο συνάντησής τους.

Γιατί αυτό συμβαίνει. Όταν ο νους σου έχει την ικανότητα και το χάρισμα να επαναφέρει κακές μνήμες του χθες σαν να ήταν μνήμες του σήμερα, θέλεις να φύγεις. Να πας με εκείνους που δε θυμούνται καλά, έτσι ώστε να αισθανθείς λίγο απ’ την τρέλα τους και την –με την καλή έννοια– αναισθησία τους.

Σκέφτηκες, όμως, ποτέ το θετικό που έχει η καλή σου μνήμη ή εκμεταλλεύτηκες τη δύναμη του μνημονικού σου συστήματος; Το να διαθέτεις ένα μέρος στον εγκέφαλό σου, το οποίο μπορεί να ανακαλεί το παρελθόν ανά πάσα στιγμή δεν είναι μειονέκτημα, είναι πλεονέκτημα. Το να φέρνεις το παρελθόν σου κάποιες φορές στην καθημερινότητά σου σε βοηθάει να προσέχεις. Να μην επαναλαμβάνεις πιθανά λάθη που έκανες κάποτε. Σε οδηγεί σε ένα μονοπάτι, που η διαδρομή του είναι η σωστή και η ασφαλής.

Μπορείς να φέρνεις εικόνες στο μυαλό σου. Είτε καλές, είτε κακές. Όταν έρχονται οι καλές είναι ζωντανές και σου δίνουν την ευκαιρία να τις ξαναβιώσεις. Πετάς στα σύννεφα και το χαμόγελό σου ξεπερνάει τ’ αυτιά σου. Το μόνο σου, ίσως, πρόβλημα το αντιμετωπίζεις με τις κακές. Εκεί ζορίζεσαι. Αλλά κι εδώ υπάρχει κάτι θετικό. Με το να θυμάσαι κάτι κακό, βελτιώνεσαι. Έχεις το προτέρημα, να μπορείς να ξεχωρίσεις το όμορφο απ’ το άσχημο. Να πηγαίνεις στο σωστό και να φεύγεις μακριά απ’ το λάθος. Ξέρεις πού να πατήσεις από ‘δω και πέρα. Και μαθαίνεις σιγά-σιγά τον εαυτό σου. Μαθαίνεις τι είναι αυτό που πραγματικά θέλεις ή τι είναι αυτό που πραγματικά σου αξίζει.

Κι αν κάπου-κάπου ρίχνεις και κανένα δάκρυ κι αυτό είναι κάτι καλό. Καθαρίζεις και βγάζεις από μέσα σου ό,τι δύσκολο έχεις περάσει. Ξεσπάς και λυτρώνεσαι. Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως του να έχεις καλή μνήμη δεν είναι ότι μπορείς να θυμάσαι όμορφες καταστάσεις. Αλλά ό,τι δεν μπορείς να ξεχάσεις ανθρώπους που έχουν φύγει. Σε αυτό υστερούν λίγο εκείνοι που δε θυμούνται. Το να μην ξεχνάς έναν άνθρωπο είναι πολύ βασικό. Ακόμη κι αν αυτός σου φέρθηκε με το χειρότερο τρόπο. Σε σένα θα υπάρχει κάπου. Για να σου θυμίζει τι δεν έκανες καλά, τι δε χειρίστηκες σωστά. Θα θυμάσαι πάντα τον τρόπο που πόνεσες, με αποτέλεσμα να έχεις αποκτήσει αντισώματα σε κάποια επόμενη πιθανή απειλή.

Παράλληλα, όμως, θα θυμάσαι πάντα και ό,τι ωραίο έχεις περάσει μαζί του. Είναι πολύ μεγάλη ευλογία να μπορείς να θυμάσαι. Πρέπει να νιώθεις ικανοποίηση γι’ αυτό. Σημαίνει πως δεν μπορείς να ξεγράψεις κάποιον. Μπορείς να έχεις έντονα συναισθήματα γι’ αυτόν, να νοιάζεσαι, έστω κι από μακριά.  Έτσι, λοιπόν, ακόμη κι αν έρχεσαι σε μελαγχολία, επειδή ο τάδε ή ο δείνα δε σου φέρθηκε εντάξει, να θυμάσαι πως εσύ θυμάσαι. Κι ότι η μνήμη σου είναι η καλύτερή σου ασπίδα.

 

Συντάκτης: Χρύσα Μπόικου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή