Είναι τα τραγούδια της καρδιάς. Της καρδιάς ενός ανθρώπου που αναπολεί το παρελθόν, νοσταλγεί περασμένες στιγμές γέλιου, αλλά και πόνου. Στιγμές που του χάρισαν ανεξίτηλα ίχνη, για να μπορεί να επιστρέφει πίσω σε αυτές.

Πώς γράφεται ένα τραγούδι; Ποιος από εμάς μπορεί να ξέρει τι κουβαλάει μέσα του ο συνθέτης του; Ποιος θα μπορούσε να αισθανθεί έστω και το μισό συναίσθημα που νιώθει εκείνος το συγκεκριμένο λεπτό που το γράφει; Πώς θα ήταν αν βιώναμε εκείνη την ώρα της δημιουργίας του;

Ίσως αν ήμασταν εκεί μαζί του, να μπορούσαμε να αφουγκραστούμε λίγο την ψυχοσύνθεση εκείνου που γράφει ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι που μπορεί να γίνει επιτυχία, μπορεί κι όχι.

Μπορεί να γίνει το σουξέ της χρονιάς, που λέμε. Μπορεί να καταλήξει, όμως, και στα αδιάφορα και τα ίσως λίγο αδικημένα. Ωστόσο, υπάρχει κι η περίπτωση να μείνει και στα ακυκλοφόρητα. Να μην ακουστεί ποτέ. Να μην το μάθει κανένας. Παρά μόνο ο δημιουργός του.

Αλήθεια, τι γίνεται με αυτά τα τραγούδια; Τι μπορεί να κουβαλάνε, έτσι ώστε να μη βγουν ποτέ στην επιφάνεια; Μάλλον εκεί γίνεται το έλα να δεις. Εκεί κρύβονται οι πιο βαθιές χαρακιές. Τα πιο βαθιά σημάδια ή αλλιώς οι ουλές που μένουν αήττητες στο χρόνο.

Επίσης, πόση διάρκεια έχει η σύνθεση ενός τέτοιου τραγουδιού; Άραγε μπορεί κάποιος να γράψει ένα κομμάτι βγαλμένο απ’ τα εσώψυχά του σε χρόνο μηδέν ή του παίρνει ώρες, καθώς θυμάται ανά λεπτό και κάτι περισσότερο, κάτι επιπλέον χαρούμενο ή στενάχωρο, άλλο ένα μοναδικό στοιχείο που θα προβάλλει την έντασή του. Τι γίνεται με τα κομμάτια που δημιουργούνται μέσα απ’ τις ανηφόρες ή τις κατηφόρες ενός συνθέτη, ενός στιχουργού; Στις ανηφόρες νιώθει ο Θεός. Εκφράζει μέσα απ’ τη δική του ψυχή την απέραντη ευτυχία του. Στις κατηφόρες;

Αν το εξετάσουμε από μια πλευρά κι αν σκεφτούμε πως τα περισσότερα τραγούδια μιλάνε για κάποιον πόνο, κάποια μελαγχολία, κάποια στεναχώρια, μπορούμε να κρίνουμε πως οι δημιουργοί έχουν μεγαλύτεροι έμπνευση και θέληση τότε. Σαν να θέλουν να πουν όσα έχουν μέσα τους και δεν έχουν άλλο τρόπο. Όχι «σαν». Θέλουν να πουν με αυτό τον τρόπο την αλήθεια της ψυχής τους, γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο.

Και μάλλον κάτι τέτοιο μας δείχνει πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει πολύ στη ζωή τους. Άσχετα αν τα κατάφεραν ή όχι έχουν προσπαθήσει και συνεχίζουν να προσπαθούν. Προσπαθούν όσα μοιράστηκαν, όσα έδωσαν, αλλά κι όσα πήραν να τα μοιραστούν με τον υπόλοιπο κόσμο. Να δώσουν στον υπόλοιπο κόσμο. Θα πάρουν, όμως;

Εξαρτάται· απ’ τα κέφια του κόσμου, απ’ τα συμφέροντα κάποιας δισκογραφικής, απ’ τις ορέξεις των ανωτέρων. Πώς γίνεται, όμως, ένα τραγούδι με ψυχή να εξαρτάται απ’ αυτούς; Πώς γίνεται ένα τραγούδι που μπορεί να έχει γραφεί με κόπο και να κουβαλάει μια ιστορία να εξαρτάται και να τίθεται στην καλή τύχη ή στην επικαιρότητα;

Τα τραγούδια αυτά δε θα έπρεπε να μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία. Θα έπρεπε να στοιβάζονται μόνα τους σε μια κατηγορία και να διαφεντεύουν. Θα έπρεπε να υπάρχουν σε μια κοινή γωνία αυτού του κόσμου κι ο καθένας ανάλογα με τη διάθεσή του ή ανάλογα με την ιστορία του να τρέχει να συναντήσει το αντίστοιχο τραγούδι. Χωρίς φλας, χωρίς φώτα, χωρίς κάποιο συμφέρον.

Θα έπρεπε να μένουν κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ της επιφάνειας και της αφάνειας, με αποτέλεσμα να μπορείς να τα βρεις αλλά και να μπορείς να τα αισθανθείς καλύτερα. Γιατί στην αφάνεια έχουμε την ικανότητα να τα νιώσουμε στο πετσί μας. Εκεί που βρισκόμαστε μόνοι μας, χωρίς κανέναν. Εκεί που η σιωπή φανερώνει τη θρυλική της ομορφιά.

Κάπως έτσι γράφονται, άλλωστε. Σε ένα σημείο που δε γνωρίζουμε. Σε μια στιγμή που δεν έχουμε ζήσει. Μπορούμε, όμως, να ταυτιστούμε σχηματίζοντας με το κάθε τραγούδι κάποιο αντίστοιχο σημείο δικό μας ή κάποιο αντίστοιχο δικό μας χωροχρόνο.

Υπάρχουν τραγούδια ψυχής που έχουν κρατήσει τη διαχρονικότητά τους και τα χαιρόμαστε μέχρι τώρα. Υπάρχουν, όμως, και τραγούδια ψυχής που έχουν πέσει στις παγίδες της φθοράς και της εμπορικότητας, ενώ μπορεί και να μην το άξιζαν.

Δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα. Αλλά το ότι τα τραγούδια ψυχής αρμόζουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό που να αποδεικνύει τη μεγαλειότητά τους. Που να αποδεικνύει αυτό για το οποίο μιλάνε, αλλά κι αυτό για το οποίο περιμένουν απάντηση. Με λίγα λόγια, να αποδεικνύει το βαθύ νόημά τους. Δεν τους αρμόζει να γίνονται αντικείμενα κριτικής για το αν είναι καλά ή όχι. Μόνο αντικείμενα επιλογής.

Να επιλέγουμε ένα τραγούδι ψυχής ανάλογα με αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε, να εκδηλώσουμε, να φέρουμε στη μνήμη μας, να ταυτιστούμε μαζί του, μόνοι μας ή με παρέα. Χωρίς κανένα σχόλιο, καμιά κουβέντα. Χωρίς, ακόμη, κανέναν διάλογο.

Αξίζει γι’ αυτά τα τραγούδια να αφεθούμε. Να ακουμπήσουμε λίγο το διαμάντι τους. Ποια είναι αυτά τα τραγούδια της ψυχής; Αυτά που μπορούν να εισχωρήσουν στη δική σου ψυχή απ’ την πρώτη νότα. Πάτα το play και μη βγάλεις λέξη.

Συντάκτης: Χρύσα Μπόικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη