Από μικρή, δυσκολευόμουν να συνειδητοποιήσω ότι οι άνθρωποι κάποια στιγμή φεύγουν. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο. Με τον καιρό, όμως, μαθαίνεις να είσαι εντάξει με αυτό. Μετράς απουσίες, αλλά κάποια στιγμή το παίρνεις απόφαση. Άλλοι ζουν τις σχέσεις τους περιμένοντας πως κάποια στιγμή θα γίνει κι άλλοι απλώς προετοιμάζονται για μία πιθανή έξοδο. Μπορεί να φύγει, μπορεί να μείνει. Κανείς δεν ξέρει.

Βέβαια, εκείνο που ακόμα δυσκολεύομαι να κατανοήσω είναι τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν να φύγουν. Είναι σαν να μαζεύουν τα ρουχαλάκια τους, να τα στοιβάζουν με σειρά στη βαλιτσούλα τους κι όταν έρθει η στιγμή να σου δώσουν εξηγήσεις, είναι σαν να μπλοκάρουν, αραδιάζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις που στην τελική, μόνο εκείνοι μπορούν να καταλάβουν.

Εντάξει, δεν μπορώ να πω. Όσο και να θυμώνω με εκείνους που μια μέρα αποφάσισαν να φύγουν, τους δίνω κι έναν πόντο που το έκαναν. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είπα ότι θα φύγω κι όντως το έκανα. Θέλει υπομονή, κουράγιο και δύναμη. Έννοιες που δυσκολεύονται ακόμα να συναντηθούν σε μια πρόταση. Φαντάσου να προσπαθήσουν να βρεθούν μαζί και στη ζωή. Κόλαση.

Και πες, εντάξει, ρε παιδί μου, έφυγαν. Έδωσαν μία στην πόρτα, την άνοιξαν και δεν κοίταξαν ποτέ πίσω για να δουν τι άφησαν. Δε νοιάστηκαν να δουν πόσο πόνο προκάλεσαν ή αν έμεινε κάποιος πίσω για να παλέψει με την απουσία τους; Βλέπεις, μερικές φορές, δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε πως δε συνεχίζουν όλοι με όλους και πως το λογικό της υπόθεσης είναι πως όταν κάποιος δεν είναι ευτυχισμένος, πηγαίνει αλλού για να βρει αυτό που επιθυμεί. Μερικές φορές μεταμορφωνόμαστε σε πεντάχρονα παιδιά που λαχταράνε ό,τι πετύχει το μάτι τους και δε δέχονται το «όχι» ως απάντηση.

Φεύγουν που φεύγουν, τουλάχιστον ας φύγουν κύριοι. Ας δείξουν με τις πράξεις και τα λόγια τους πως σεβάστηκαν απόλυτα αυτό που υπήρξε, αλλά για τους δικούς τους λόγους που αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Να δείξουν πως το πάλεψαν αρκετά μέχρι να καταλήξουν σε αυτή την επιλογή. Να πούνε ένα «αντίο» και να κλείσουν με δύναμη την πόρτα.

Μπορεί στην αρχή να πονάει –γιατί εννοείται πως ενοχλεί μια απουσία– αλλά τουλάχιστον θα μπορέσεις να πεις πως αυτός ο άνθρωπος ήταν μέχρι το τέλος σωστός. Φέρθηκε εντάξει, όχι ύπουλα, υπόγεια και δειλά. Προσπάθησε κι όταν δεν άντεχε άλλο είπε στα ίσα «δεν πάει άλλο». Κι αυτό είναι κάτι  που του αναγνωρίζεις. Γιατί δε σε άφησε με αμφιβολίες κι ανοιχτά παραθυράκια πως ίσως γυρίσει ξανά, δε σου στέρησε τον ύπνο να τον περιμένεις, δε σε κορόιδεψε στα μούτρα.

Σε αντίθεση, βέβαια, με τους υπόλοιπους, αυτή την ξεχωριστή κατηγορία, που ανοίγουν μια μέρα την πόρτα και την κλείνουν τόσο σιγά που εσύ το παίρνεις χαμπάρι μετά από μέρες, νομίζοντας πως βρίσκονται κάπου εδώ γύρω. Είναι αυτές οι εξαφανίσεις που συνήθως τις ακολουθούν κάτι «δε φταις εσύ, φταίω εγώ» και «θέλω λίγο χρόνο να σκεφτώ» και μετά μην τον είδατε τον Παναή.

Είναι εκείνοι που δε σεβάστηκαν το «μαζί» ούτε στο ελάχιστο, δε σκέφτηκαν καν μια πρόταση για να δικαιολογήσουν τη φυγή τους κι αποφάσισαν να την κάνουν στα κρυφά, μήπως έτσι η απουσία τους κάνει λιγότερο θόρυβο. Μόνο που ξέχασαν πως αυτή η «σιωπηλή» φυγή προκαλεί τον πιο εκκωφαντικό ήχο. Μια σειρήνα που σε ταρακουνάει τόσο, που βρίσκεσαι ξαφνικά με τύψεις, γεμάτος ανασφάλειες κι απορίες που ξέρεις πως δε θα λυθούν, γιατί δε θα μπουν ποτέ στον κόπο να σου εξηγήσουν.

Είναι άνθρωποι που χτυπάνε με τα βέλη τους και φεύγουν, εξαπλώνοντας μια αρρώστια αβεβαιότητας κι υποθετικών σεναρίων. Δειλοί και φυγόπονοι, αφήνουν μια μικρή χαραμάδα για να μπορούν όποτε τους καπνίσει να σκάσουν και πάλι στη ζωή σου, τόσο ξαφνικά όπως επέλεξαν να αποχωρήσουν, άλλωστε.

Να θυμάσαι πως ο τρόπος που φεύγουν οι άνθρωποι απ’ τη ζωή σου, λέει τα πάντα γι’ αυτούς. Έτσι καταλαβαίνεις την πραγματική αξία του καθενός, απ’ το ποιο «φεύγω» θα επιλέξει. Γιατί διαφορετικό το ένα «φεύγω» απ’ το άλλο, όπως και να το κάνεις.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη