Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως είναι λυπηρό να μιλάς για τους έρωτες χωρίς τέλος. Πονεμένες ιστορίες, περιπλανώμενες μέρα-νύχτα, ψάχνοντας το χαρούμενο τέλος που τους αρμόζει. Καταδικασμένες να περπατάνε μέχρι να πληγωθούν τα πόδια τους, ευτυχίες που δε βρήκαν αντίκρισμα και κλειδαμπαρώθηκαν σε ξένα σπίτια.

Αλλά είναι κάτι βράδια που χαζεύεις έξω στο μπαλκόνι, παρέα με λίγο κρασί και τσιγάρα, τους ανθρώπους που περνάνε. Άλλοι βιάζονται να βγούνε έξω, μήπως και πνίξουν τον πόνο τους σε μπουκάλια αλκοόλ και ξένα κορμιά. Αυτή η δήθεν ψευδαίσθηση ασφάλειας στο κρεβάτι ενός ξένου, μια υποτυπώδη ευτυχία που κυλιούνται σε σεντόνια άλλων από εκείνων που στην πραγματικότητα επιθυμούν. Μία δήθεν ευτυχία που μεθάει και σε κρατάει δέσμιο των ψευδαισθήσεών σου.

Απ’ την άλλη βλέπω ζευγάρια να περπατούν στο δρόμο. Δεν κρατιούνται χέρι-χέρι ούτε είναι αγκαλιά. Τον έρωτα δεν τον ξεχωρίζεις απ’ αυτές τις μαλακίες. Ο έρωτας φαίνεται από τον τρόπο που μιλάνε, που κοιτιούνται, που γελάνε.

Ύστερα σκέφτομαι πως κι εμείς έτσι θα μπορούσαμε να είχαμε καταλήξει, αν δεν τα παρατούσες τόσο νωρίς. Θα ξυπνούσαμε μπερδεμένοι στα σεντόνια μας, παλεύοντας να χουζουρέψω για ακόμα ένα τέταρτο. Να τσακωνόμαστε για το ποιος θα κάνει καφέ και στο τέλος να κρύβομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, μήπως και με λυπηθείς και σηκωθείς εσύ.

Να πηγαίνουμε στα αγαπημένα μας ρακάδικα και να πίνουμε κρασί, μέχρι να κοκκινίσω κι εσύ να με κοροϊδεύεις για το πόσο γυαλίζουν τα μάτια μου. Να σιγοκλείνουν ύστερα στο άκουσμα των αγαπημένων μου τραγουδιών κι εσύ να μου ψιθυρίζεις τους στίχους, κοιτώντας με όλο υποσχέσεις. Υποσχέσεις τόσο δυνατές, όσο τα πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό. Μόνο που στην πραγματικότητα έσκασαν στο πρόσωπό μου κι έγιναν πληγές που κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ράψει.

Να καθόμαστε στον άβολο καναπέ, που όλο γκρίνιαζες πως δε σου άρεσε, να χαζεύουμε ταινίες και σειρές και να μου τη δίνεις που με κοροϊδεύεις κάθε φορά που συγκινούμαι. Να σου λέω πως δεν είμαι μικρό κοριτσάκι, όπως εσύ έλεγες κάθε φορά. Πως οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα. Άλλα λύπης, άλλα θυμού, άλλα χαράς. Πως δε γίνεται να είσαι τόσο ανέκφραστος, πως κάποια στιγμή κι εσύ λογικά θα έκλαψες. Κι εσύ, με ύφος, να απαντάς πως μόνο οι αδύναμοι κλαίνε.

Δηλαδή, όταν εσύ έφυγες ήμουν αδύναμη που έκλαψα; Αυτό θες να πεις; Ότι θα έπρεπε κι εγώ να παίξω το θέατρο του παραλόγου και να προσποιούμαι πως είμαι καλά και πως όλα μες στη ζωή είναι; Ακόμα κι ο πόνος. Ακόμα και η εγκατάλειψη. Ήμουν αδύναμη όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανακατεύοντας τα σεντόνια που είχαμε ξαπλώσει μαζί, προσπαθώντας έστω και λίγο να θυμηθώ πώς ήταν. Ήμουν αδύναμη όταν χανόμουν για λίγο σε δωμάτια και τουαλέτες προσπαθώντας να πάρω τις ανάσες που μου έκλεψες κι εγώ πνιγόμουν. «Για λίγο». Να κλάψω «για λίγο», να πιάσω πάτο «για λίγο», να κλείσω τα μάτια μου «για λίγο» και κανένας να μη με λυπάται.

Τον έρωτα, όμως, που είχα να σου δώσω; Αυτόν, τι να τον κάνω; Εντάξει, τον έθαψα όπως του έπρεπε. Με όλες τις τιμές και τα στεφάνια. Πόσο να τον κλάψω και πόσο να θρηνήσω για τον πρόωρο χαμό του; Γιατί είχα να σου δώσω. Δεν ξέρω αν ήταν όλα όσα ήθελες. Δεν ήταν δα κι ο τέλειος έρωτας. Εξάλλου, δεν υπάρχει τέλειος έρωτας. Δεν υποσχέθηκα ευτυχισμένες μέρες ούτε βραδιές χωρίς τσακωμούς. Απ’ αυτούς ήξερα ότι θα έχουμε πολλούς, αλλά στο τέλος κάπως θα τα βρίσκαμε.

Δεν ξέρω αν ήταν πολλά όσα προόριζα για σένα, ίσως να μην ήταν και τίποτα. Έχω μάθει πως στον έρωτα δεν υπάρχει ζυγαριά κι όποιος μπαίνει στον κόπο να μετρήσει, μόνο χαμένος βγαίνει.

Εγώ είχα να σου δώσω εμένα. Αυτός ήταν ο έρωτάς μου. Εγώ που γκρινιάζω όταν δεν κοιμάμαι δέκα λεπτά παραπάνω, που μεταμορφώνομαι σε διάολο όταν δεν πίνω καφέ, που γελάω με την ψυχή μου σε ανύποπτο χρόνο πάνω από μία οθόνη κινητού. Εγώ που ονειρεύομαι έναν έρωτα σαν της Κάθριν και του Χίθκλιφ, που μπορώ να ζήσω μόνο με μακαρόνια με κιμά και τις αγαπημένες μου σειρές. Εγώ που γκρινιάζω πως δε μου λείπουν οι γονείς μου, αλλά στην πραγματικότητα συγκινούμαι κάθε φορά που τους βλέπω.

Ήθελα να σου δώσω ό,τι είμαι κι ό,τι θα γινόμουν εξαιτίας σου. Αυτό νόμιζα ότι ήθελες. Άλλωστε, αυτό δε λένε πως είναι ο πραγματικός έρωτας; Αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους; Τους κάνει να φαίνονται χαρούμενους κι ευτυχισμένους.

Αλλά εσύ, τελικά, δεν ήθελες τίποτα απ’ αυτά ή ο έρωτάς μας ήταν τόσο μεγάλος που δεν τον άντεξε η πραγματικότητα ή εσύ ο ίδιος κι άλλες τόσες χιλιοφορεμένες δικαιολογίες που λέω στον εαυτό μου κάθε βράδυ. Έτσι, για να κοιμηθώ μια φορά ήρεμα.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη