Πάνω-κάτω όλοι μας γουστάρουμε τη διασκέδαση. Ποιος δε θέλει να περάσει καλά; Να βγεις τη βόλτα σου, να πιεις το ποτό σου, να ακούσεις τη μουσικούλα σου, να ρίξεις κι ένα-δυο χορούς. Έτσι, να κάνεις λίγο κέφι με τη σχέση, την παρέα σου ή και μόνος σου. Γιατί, εντάξει, καλό και το σπίτι, αλλά πόσο να αντέξεις αυτούς τους τέσσερις τοίχους;

Το καλό βέβαια με τις εξόδους είναι ότι δεν περιορίζεσαι σε λίγες επιλογές. Τι θέλεις; Μπουζούκια; Πάμε. Να πας σε κλαμπ; Γεμάτη η παραλιακή. Να πας σε ταβερνάκια; Στο Αιγάλεω, σε μια ευθεία βρίσκονται όλα. Σε μπαράκια; Να ‘ναι καλά το Χαλάνδρι που μας βγάζει απ’ τη δύσκολη θέση. Ανάλογα και σε κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη αλλά και στα νησιά επιλογές πάντα υπάρχουν.

Φυσικά δεν έχουν όλοι τα ίδια γούστα, ούτε είναι όλα για όλους. Γι’ αυτό κι όσο μεγαλώνουμε, αλλάζουν σιγά-σιγά οι συνήθειές μας και το πώς επιλέγουμε να περάσουμε τα βράδια μας. Όπως και να το κάνεις, άλλα κουράγια έχεις στα είκοσί σου, άλλα στα τριάντα παρά κι άλλα στα τριάντα και βάλε.

Στην εφηβεία και τα πρώτα ενήλικά μας έτη το ξενύχτι το αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά. Η πρώτη μας επαφή ξεκινάει με τα κλαμπ, με μια δίψα να ανακαλύψουμε τον κόσμο των μεγάλων. Τότε δε μας ένοιαζε αν θα έχουμε τραπέζι να αφήσουμε τα ποτά μας, αν κρατούσαμε πάνω μας τα πράγματά μας, αν θα στριμωχτούμε κάπου στη μέση του κλαμπ, κολλημένοι μαζί με άλλους εκατό νοματαίους να ανταλλάζουμε κύτταρα κι ιδρώτα. Η φάση ήταν yolo και περνάγαμε τέλεια. Δεν πηγαίναμε σπίτια μας αν δε βλέπαμε το ξημέρωμα, μερικές φορές μάλιστα με τα πόδια, αφού οι γονείς κοιμόντουσαν κι ήταν κρίμα να τους ξυπνήσουμε, γίναμε ντίρλα και φυσικά δεν οδηγούμε μεθυσμένοι και τα λεφτά του ταξί τα κάναμε υποβρύχια.

Εκεί που στο πρώτο έτος μπορούσες να ξενυχτάς δύο εβδομάδες σερί ακάθεκτος, τώρα στο τέταρτο έτος στις τρεις μέρες έχεις παραδοθεί στο κρεβάτι σου, παρέα με καμιά κούτα παυσίπονα κι αγκαλιά με το τσαγάκι σου για να ανοίξει και πάλι η φωνή σου ενώ χρειάζεσαι τουλάχιστον τρεις μέρες για να αναπληρώσεις ύπνο και να συνέλθεις.

Από ‘κει που γελούσαμε με τους γονείς μας που κάθε Σάββατο κάνανε κέφι με γνωστή μουσική εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης, πλέον είναι αμέτρητες οι φορές που σκεφτήκαμε να περάσουμε το βράδυ μας κατ’ αυτόν τον τρόπο και μπράβο μας. Γιατί δε γίνεται κάθε μέρα να έχεις όρεξη να βγεις κι ούτε το επόμενο απόγευμα που θα ξυπνήσεις (νωρίτερα δεν παίζει) να νιώθεις απαραίτητα καλά.

Ειδικά στα πρώτα φοιτητικά έτη που φύγαμε απ’ τα σπίτια μας, κάναμε λες κι ήμασταν έγκλειστοι για χρόνια. Θέλαμε να το ζήσουμε, να το χαρούμε, βλέπαμε μόνο τη στιγμή. Κι όταν συνειδητοποιήσαμε, μετά από τόσα όρια, προθεσμίες και κανόνες, πως δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν, μπαίναμε και βγαίναμε απ’ το σπίτι ό,τι ώρα θέλαμε και δε μας κρατούσε κανείς.

Πρώτο έτος; Ξεκινούσες σε ρακάδικα, πήγαινες μετά σε μπαρ και κατέληγες σε κλαμπ μέχρι τις οχτώ το πρωί, χωρίς καν να σε νοιάζει αν τα ντεσιμπέλ της μουσικής  σου τρυπάνε τα τύμπανα ή αν είχες γίνει στουπί απ’ το μεθύσι. Γιατί σ’ αυτές τις ηλικίες ο οργανισμός μας περνάει φάση σούπερ ήρωα κι επεξεργάζεται το αλκοόλ λες κι είναι νερό. Μην κοιτάς τώρα που στο τρίτο ποτήρι κρασί έχεις γίνει ντίρλα και ψάχνεις το κρεβάτι σου.

Τώρα πού να πας; Στα ρακάδικα γίνεται χαμός, πού θα βρεις να κάτσεις και βαριέσαι την αναμονή, στα μπαράκια τα ποτά είναι συνήθως χάλια κι η μουσική εξίσου και για κλαμπ ούτε που να το συζητάς. Εκεί σου παραβιάζουν τον προσωπικό χώρο ίσα με εκατό φορές την ώρα και για να πάρεις ανάσα πρέπει να βγεις έξω απ’ το μαγαζί.

Ακόμα και στη σκέψη όλα αυτά που κάποτε ήταν η καθημερινότητά μας τώρα μας κουράζουν και συνειδητοποιούμε ότι δε μας παίρνει να τα επαναλάβουμε. Σε φάση άμα δεν έχει καρέκλα/σκαμπό εκεί που θα πάμε ή άμα ο δρόμος προς την τουαλέτα δεν είναι άδειος δεν καθόμαστε.

Και πού να ξενυχτήσεις και να το πάρεις σερί; Πλέον το ακούς και γελάς στη σκέψη ότι θα μείνεις ξύπνιος για να πας σχολή ή δουλειά. Παλιά λέγαμε «έλα, μωρέ, θα πλακωθούμε στους καφέδες κι όλα καλά». Τώρα και τρία γαλόνια να πιεις σε έχει πάρει ο ύπνος στο λεωφορείο και δεν το έχεις καταλάβει.

Κι όλο αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί κάθε ηλικία έχει τα καλά της. Όταν φτάνουμε στο σημείο που βαριόμαστε κάτι και μας κουράζει σημαίνει πως το ζήσαμε όσο έπρεπε κι ήρθε η ώρα να βρούμε κάτι που να μας αρέσει περισσότερο και να ταιριάζει με τα κουράγια μας. Δε λέω, τις μαλακίες μας (όσο μας παίρνει κι αντέχουμε) θα τις κάνουμε κι ας γκρινιάζουμε μετά για την επόμενη εβδομάδα. Αλλά η ηλικία και τα ξενύχτια είναι μάλλον ποσά αντιστρόφως ανάλογα.

Ό,τι και να κάνεις, σημασία έχει να κρατάς δίπλα σου αυτούς που αρρωσταίνουν μετά από ένα ξενύχτι, αλλά θα το επαναλάμβαναν αν εσύ τους το ζητούσες.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη