Πριν ξεκινήσει η ανάγνωση αυτού του άρθρου, θα παρακαλούσα τους υπερβολικά ευαίσθητους να απομακρυνθούν απ’ τις οθόνες. Εκτός κι αν έχετε χαρτομάντιλα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση με ευχαρίστηση θα χρησιμοποιούσα.

Δεν υπάρχουν πολλές λέξεις για να περιγράψεις τους αποχωρισμούς. Πάντα κάποιος φεύγει, κάτι αλλάζει, κάτι χάνεται ή κάτι αρχίζει και πάντα υπάρχει ένα αίτημα αποχαιρετισμού. Συνήθως δεν το καλωσορίζουμε. Μάλλον το φοβόμαστε. Το συνδέουμε με το τέλος, με ένα είδος απώλειας. Εγώ πάντως μισούσα τους αποχαιρετισμούς από τότε που γεννήθηκα. Κι αυτό γιατί συνδέονται άμεσα με την απόσταση.

An η απόσταση ήταν άνθρωπος, με ευχαρίστηση θα την είχα κάνει μπάλα του μπάσκετ, αφού τις είχα κατεβάσει ό,τι βρισιά υπάρχει. Γιατί αυτό της αξίζει, απ’ τη στιγμή που έχει προσφέρει τόσο πόνο στους ανθρώπους. Έτσι, για να πάρουμε μία μικρή γεύση της απόστασης, η ζωή μας στέλνει τους αποχωρισμούς.

Είναι μία απ’ τις πιο μισητές διαδικασίες που μπορεί να περάσει ο άνθρωπος και ναι, τη μισώ κι εγώ. Ίσως επειδή δεν μπορούμε να διανοηθούμε πως δε θα ξαναδούμε κάποιον αγαπημένο μας. Ίσως επειδή μας είναι τόσο δύσκολο να πούμε όλα αυτά που θέλουμε πριν μας αφήσει ο άλλος, καταλήγοντας όμως να διστάζουμε και να κρύβουμε τις λέξεις πίσω από μια αγκαλιά, ένα φιλί ή ένα δάκρυ.

Κι ένα δίλημμα να υπάρχει. Αμφιταλαντεύεσαι ανάμεσα στο να αποχαιρετίσεις ή να κρατήσεις ως ανάμνηση την τελευταία συνάντηση. Όμως αξίζει να αφήσεις αυτό τον άνθρωπο χωρίς το «αντίο» που του αρμόζει; Ή αξίζει σε εσένα να περάσεις αυτή την επώδυνη και μισητή διαδικασία που σιχαίνεσαι ακόμα και στη σκέψη;

Δεν είναι μόνο το κομμάτι του «έξω», το κλάμα, τα πρησμένα μάτια απ’ το προηγούμενο βράδυ, η κακοκεφιά κι η στεναχώρια. Είναι αυτό που νιώθουμε μέσα μας. Ο ξεριζωμός, ο πόνος που σε χτυπάει αλύπητα κι εσύ δεν ξέρεις πώς να προστατευτείς. Το κενό που νιώθεις γιατί κάποιος φεύγει. Μπορεί να το λένε μόνο για τον χωρισμό, αλλά θεωρώ ότι κι ο κάθε αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Κάτι μέσα σου πεθαίνει και φεύγει μαζί με εκείνον που αποχαιρετάς.

Άλλοι είναι τόσο συμφιλιωμένοι με αυτή την ιδέα που άνετα θα τους χαρακτήριζες απαθείς και χωρίς συναισθήματα. Κι είναι άλλοι που αφήνουν και τον εαυτό τους πίσω με αυτόν που φεύγει. Δεν αδικείς κανέναν. Οι μεν αντιμετώπισαν τον φόβο τους και βγήκαν νικητές. Οι δε όμως δεν τα κατάφεραν. Αν ο άλλος δεν μπόρεσε να το κάνει σωστά, αν δεν άντεξε ή ακόμα αν δεν το έκανε ποτέ, τι μπορείς να του πεις;

Καθηλωνόμαστε κοιτάζοντας το παρελθόν. Άλλες φορές μένουμε εκεί, άλλες φεύγουμε. Βλέπεις, ο άνθρωπος λόγω του φόβου του αποχαιρετισμού, είναι ικανός να μείνει σε ληγμένες σχέσεις, περασμένες εμπειρίες και στιγμές ένδοξου παρελθόντος, χάνοντας έτσι τις ευκαιρίες που προσφέρει απλόχερα το παρόν.
Είναι δύσκολη η μετάβαση απ’ την μία εποχή σε μία άλλη.

Οι περισσότεροι είμαστε απρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε είδους αλλαγή. Ακόμα κι οι ευχάριστες πολλές φορές μας αναστατώνουν, μας βγάζουν απ’ το πεδίο βολής μας. Επειδή όμως είναι αναπόφευκτες, πρέπει κάποια στιγμή να τις καλωσορίζουμε.

Κι όμως, στα μάτια τα δικά μου κι όσων άλλων απεχθάνονται τους αποχαιρετισμούς, η αντιμετώπιση φαίνεται βουνό. Είναι δυνατόν να αντιδράς με ψυχραιμία όταν αποχωρίζεσαι κάποιον που αγαπάς; Είναι εύκολο να κρατήσει κανείς τα δάκρυά του; Να προσποιηθεί πως όλα είναι καλά; Δεν είμαστε φτιαγμένοι όλοι από ξύλο κι όσο κι αν προσπαθήσουμε δε θα τα καταφέρουμε ποτέ.

Όσο κι αν σκεφτούμε πως κάποια πράγματα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, όσο και αν νομίζουμε πως το σύμπαν μας στέλνει μηνύματα, μένουμε δεμένοι με τον αποχωρισμό είτε παροδικό είτε μόνιμο. Μένουμε με τον πόνο της έλλειψης, άδειοι από συναισθήματα με παρέα τις ανοιχτές πληγές μας. Πλέον το να τα βγάλουμε πέρα δείχνει ακατόρθωτο.

Κι ο χρόνος προχωράει. Μπορεί να υπάρχει ένα γενικό υπόβαθρο θλίψης, αλλά η οξύτητα του πόνου έρχεται σε κύματα. Και φεύγει και ξαναέρχεται. Και σταδιακά όλο και γλυκαίνει, μαλακώνει κι αραιώνει τη συχνότητα που εμφανίζεται.

Κι έτσι συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος γίνεται το φάρμακο που χρειαζόμασταν. Στο μεταξύ αν έχουμε αποφασίσει να αποχαιρετήσουμε ό,τι ή όποιον έφυγε, θα το κάνουμε με αργά βήματα, ένα προς ένα. Εξάλλου, αν το αρνηθούμε είναι σαν να αφήνουμε ανοιχτούς τους λογαριασμούς μας, άταφους τους νεκρούς και σαν να μην μπορούμε να τιμήσουμε αυτό που υπήρχε κι έφυγε.

Αφού έτσι κι αλλιώς είναι αδύνατον να τους αποφύγουμε στη ζωή μας, τουλάχιστον ας τους αντιμετωπίσουμε με τον πιο μαλακό και ήπιο τρόπο, με τη λιγότερη δυνατή αντίσταση και τη με μεγαλύτερη αίσθηση ανακούφισης.

Γιατί στην πραγματικότητα ο αποχαιρετισμός είναι μια πύλη. Ποιος ξέρει πού μπορεί να μας βγάλει;

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη