Κλείνω την πόρτα πίσω μου και πετάω τα παπούτσια στο πάτωμα. Μισοζαλισμένη και με τη μυρωδιά του αλκοόλ στο στόμα μου ξαπλώνω στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια μου. Δε γυρίζουν τόσο τα πράγματα γύρω μου, όσο τα πράγματα μέσα στο κεφάλι μου. Ανοίγω τα μάτια μου κι ασυναίσθητα ψάχνω τα τσιγάρα μου. Βρίσκω ένα και το ανάβω. Ξεφυσάω και χαζεύω τον καπνό που παίζει με τις αχτίδες του ηλίου. Και μετά, σκέφτομαι εσένα.

Σκέφτομαι το πρόσωπό σου. Σκέφτομαι τα μάτια σου, με πόση λαχτάρα με κοιτάνε. Χαμογελάω με τις μικρές ρυτίδες που έχεις στις γωνίες και σκέφτομαι τις στιγμές που ήθελες να μου θυμώσεις κάθε φορά που σε κορόιδευα πως γέρασες. Μετά προχωράω στα χείλη σου.

Το ξέρω ότι με έχεις πιάσει να σε παρατηρώ. Μπορεί να δείχνω πως ντρέπομαι, όταν με κοιτάς και με το βλέμμα σου με μαλώνεις, αλλά δεν το μετανιώνω. Προσπαθώ να ξεκλέβω λίγα δευτερόλεπτα, να παίρνω τη δόση μου και μετά να κάνω πως κοιτάω αλλού. Γιατί μου αρέσει να σε χαζεύω ενώ δεν το ξέρεις ή κάνεις πως δεν το ξέρεις. Εξάλλου, έχω φάει ήδη το μυαλό μου να σκέφτομαι το φιλί μας. Αλλά δεν είναι σωστό. Δε θέλω να σε σκέφτομαι έτσι. Δεν πρέπει.

Είναι τόσοι οι λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να μπλέξω μαζί σου, που δυσκολεύομαι ακόμα κι εγώ να τους βάλω σε μία σειρά. Να αναλύσω δύο-τρία επιχειρήματα, να συνετίσω τον εαυτό μου και να με σταματήσω απ’ το να σε θέλει, αλλά δεν μπορώ ούτε να τα αριθμήσω.

Φοβάμαι εσένα, αλλά πιο πολύ φοβάμαι εμένα κοντά σου. Ασκείς μια περίεργη δύναμη πάνω μου κάθε φορά που με κοιτάς. Κι εσύ δε μένεις μόνο στο να κοιτάζεις. Κάνεις κι αυτές τις μικρές προσπάθειες να με ακουμπήσεις, είτε κατά λάθος είτε επειδή θέλεις να πάρεις κάτι. Και ξέρεις ότι μου τη δίνει να με ακουμπάς. Όχι γιατί δε θέλω καθόλου, αλλά γιατί θέλω πολύ. Πολύ περισσότερο απ’ όσο μου δίνεις κι εγώ δεν επιτρέπεται να θέλω.

Αλλά δεν είναι σωστό. Δε σε ξέρω και δε με ξέρεις. Είναι λάθος μου να θέλω να σε μάθω γιατί φοβάμαι το τι θα δω. Είναι λάθος να θέλω να αποκρυπτογραφήσω αυτό το επίμονο βλέμμα κάθε φορά που με βλέπεις για πρώτη φορά, εκείνο το στραβό χαμόγελο που σκας όταν συναντιούνται τα μάτια μας, αυτή η περίεργη συμπεριφορά σου όταν δε βρίσκομαι κοντά σου.

Δεν πρέπει να μπλέξω, γιατί δε μου ταιριάζεις και δε σου ταιριάζω κι είναι λάθος να επιμένουμε σε κάτι που δε θα μας βγάλει πουθενά. Εσύ ζεις στο «τώρα» κι εγώ προτιμώ να ζω στα βιβλία μου. Σου αρέσει αυτή η ανεμελιά, η περιέργεια για το άγνωστο. Εγώ θέλω τα σίγουρα, γιατί μόνο εκεί ξέρω να ισορροπώ. Εσύ είσαι ήρεμος, εγώ νευριάζω με το παραμικρό και φωνάζω και μου τη δίνει που σε κάθε συζήτηση έχεις αντίθετη άποψη από εμένα. Ξέρω ότι το κάνεις επίτηδες, μόνο και μόνο για να με φέρεις σε αμηχανία και να παρατηρήσεις τις χαζές κινήσεις που κάνω για να αποσπάσω τον εαυτό μου.

Αλλά ξέρεις ότι όποιος σε νευριάζει, σε ελέγχει κι απολαμβάνεις αρκετά ότι έχεις μια δύναμη πάνω μου. Σου αρέσει να ξέρεις ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση κάθε φορά που είσαι στο ίδιο μέρος με μένα. Ξέρω ότι χαμογελάς όταν παίζω με τον αναπτήρα μου, όταν μπλέκω τα δάχτυλά μου στο κολιέ μου μόνο και μόνο για να μη δείξω τη σύγχυση που μου προκαλεί το επίμονο βλέμμα σου.

Αλλά δεν πρέπει. Όσο και να λέω ότι θα μείνω, ξέρω πως θα φύγω. Δε θα προσπαθήσω ούτε θα σπάσω το κεφάλι μου μέχρι να βρω μια λύση. Δε με παίρνει να ποντάρω την ευτυχία μου σε κάτι που δε γνωρίζω αν θα υπάρχει αύριο. Γιατί εγώ δε ζω στην αβεβαιότητα, θέλω τα πόδια μου να πατάνε στη γη.

Μαζί με το τσιγάρο, σβήνω και τις σκέψεις μου, ενώ τα μάτια μου βαραίνουν.

Δεν μπορώ να αρνηθώ το πόσο με επηρεάζεις ούτε να παραμυθιάσω τον εαυτό μου ότι ο κόμπος στο στομάχι μου δεν εμφανίζεται κάθε στιγμή που σε σκέφτομαι. Αν μη τι άλλο, αυτό το συναίσθημα είναι ώρες-ώρες που με κάνει να σε φέρνω στο μυαλό μου, αλλά εκεί θα μένεις εκεί γιατί αυτή είναι η επιλογή που σου δίνω.  Θα εγκατασταθείς για λίγο, θα με βασανίσεις για όσο κι όταν ακουμπήσω το τσιγάρο στο τασάκι, θα έχεις φύγει.

Βλέπεις, τα ετερώνυμα μπορεί να έλκονται, αλλά κάποια στιγμή η δύναμη τα καταστρέφει. Κι εμείς θα καταστραφούμε, το ξέρω.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη