Οι Κυριακές, ανέκαθεν, ήταν η ήρεμη δύναμη. Τελευταία μέρα της εβδομάδας πριν ξεκινήσει η επόμενη. Βέβαια, θα μου πεις, άντε πάλι τα ίδια και ποιος αντέχει τη ρουτίνα. Είναι μέρα ξεκούρασης κι ανάπαυσης. Μπορεί το προηγούμενο βράδυ να πήρες σβάρνα κάθε μεζεδοπωλείο και ρακάδικο και στο τέλος να κατέληξες να τα τσούζεις σε κάποιο κλαμπ, αλλά η Κυριακή είναι Κυριακή. Ολόκληρο τελετουργικό έχουμε υιοθετήσει, εσύ θα μείνεις σπίτι;

Η αλήθεια είναι ότι με την Κυριακή δεν τα πάνε όλοι καλά. Ειδικά όταν είσαι πιο μικρός, ξέρεις ότι είναι η τελευταία μέρα πριν ξεκινήσει πάλι το σχολείο, πριν αρχίσουν τα μαθήματα στη σχολή, πριν πιάσεις ξανά δουλειά. Όσο περνάνε τα χρόνια, όμως, μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι καλύτερα. Δε μισείς τόσο το σχολείο, ούτε τη σχολή, ούτε τη δουλειά. Καταλαβαίνεις πως η Κυριακή είναι απλά μια μέρα αλλιώτικη. Πως δε χρειάζεσαι το Σαββατοκύριακο να περάσεις καλά, ούτε ότι η Δευτέρα είναι σαν επανεμφάνιση πρώην σχέσης την ώρα που εσύ προχωράς στην επόμενη.

Είναι που εμείς, για κάποιο αόριστο –και κάπως μίζερο– λόγο, έχουμε δώσει στις μέρες χαρακτηριστικά κι υπόσταση, ενώ στο τέλος ξεχνάμε πως δεν έχει σημασία αν είναι Τρίτη ή Παρασκευή. Ο καθένας μπορεί να περάσει καλά, όποτε ο ίδιος το επιθυμεί.

Έτσι κι η Κυριακή καθιερώθηκε σαν μέρα ξεκούρασης κι ηρεμίας. Δεν κάνεις πολλά-πολλά ούτε ξενυχτάς μέχρι της πρώτες πρωινές ώρες. Γι’ αυτό τις Κυριακές τις περνάς μ’ αυτούς που αγαπάς.

Είναι η μέρα που η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι –θείοι, ξαδέρφια, παππούδες και γιαγιάδες– κι απολαμβάνει το πεντανόστιμο φαγητό της μαμάς. Συζητάνε για τα πολιτικά, κουτσομπολεύουν τους γείτονες και στο τέλος μπορεί να ρίξουν κι έναν τσακωμό -έτσι για το καλό.

Αλλά ακόμα κι αν η απόσταση δε σου επιτρέπει να βρίσκεσαι κοντά στην οικογένειά σου, με καλούς φίλους μπορείς να νιώσεις ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. Όταν για λόγους σπουδών ή δουλειάς, αναγκάζεσαι να αφήσεις πίσω το πατρικό σου, είναι δύσκολο να βρεις κάτι ­που να μοιάζε με «σπίτι». Κι αν το βρεις, αν –συγκεκριμένα– τους βρεις αυτούς τους ανθρώπους που μαζί τους νιώθεις πως είσαι σπίτι, είσαι τυχερός.

Γιατί τις Κυριακές ξυπνάς σχετικά νωρίς, ετοιμάζεσαι και βγαίνεις για πρωινό μαζί με τους φίλους σου. Περνάς μισή ώρα τουλάχιστον πάνω απ’ το μενού κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να πάρεις τα αλμυρά pancakes ή εκείνα με τη λευκή σοκολάτα. Μετράς θερμίδες και στο τέλος απελπίζεσαι. Λες ένα «δε γαμιέται» και παραγγέλνεις αυτό που λαχταράς. Έτσι κι αλλιώς, ποιος σκέφτεται το σώμα του καλοκαιριού; Έχουμε ακόμα, παιδιά.

Κι αν έχεις ξενυχτήσει τόσο πολύ, που δεν ακούς ξυπνητήρια και τηλέφωνα, σηκώνεσαι το μεσημεράκι –μην πούμε απόγευμα και μας πούνε ρεμάλια–, πίνεις το καφεδάκι σου στο σπίτι, κάνεις τις δουλειές σου και χαλαρώνεις στο κρεβάτι σου.

Μιλάς λίγο με την παρέα και καταλήγεις στο γνωστό μαγαζί, που ανοίγει από νωρίς την Κυριακή. Προσπαθείς να είσαι στην ώρα σου, για να μη σου πουν ότι πάλι άργησες κι ετοιμάζεσαι. Πας, μαζεύεστε στο γνωστό τραπέζι κι απ’ τις οχτώ ξεκινάς να τραγουδάς ρεμπέτικα.

Μπορεί να το κάνετε το ίδιο κάθε εβδομάδα, στην ίδια ώρα και στο ίδιο μαγαζί. Αλλά για κάποιο λόγο κάθε φορά που πας, είναι σαν την πρώτη. Ακόμα κι αν πηγαίνεις με τα ίδια άτομα. Στην πραγματικότητα, δεν έχει τόση σημασία. Αν είσαι δίπλα σ’ αυτούς που αγαπάς, δε σε πολυνοιάζει κατά πόσο θα φας τα ίδια μεζεδάκια ή θα πας πιείς το ίδιο κρασί.

Σε νοιάζει ότι θα πεις τις γνωστές μαλακίες της παρέας, θα γελάσεις με κάποιο αστείο πέσιμο που προηγήθηκε το προηγούμενο βράδυ, θα κοροϊδέψεις το φίλο σου που μέθυσε κι αγκάλιαζε τους πάντες. Θα γελάσεις με τα άτομα που αγαπάς, που καλύπτουν κάθε κενό σου και δεν τους άλλαζες με κανέναν. Που όταν πιεις λίγο παραπάνω θα σου ξεφύγει ένα «σ’ αγαπώ» και μια αγκαλιά. Θα γελάσεις με την καρδιά σου και θα ευχαριστηθείς τη στιγμή.

Τους χαζεύεις λίγο παραπάνω. Γιατί, ξέρεις, οι καλοί φίλοι είναι οι εξάρες της ζωής. Περνάς καλά μαζί τους και δε σου λείπει τίποτα. Είσαι εκεί που θέλεις να είσαι, με τα άτομα που θέλεις. Τι άλλο να ζητήσεις;

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη