Θέλει αρχίδια για να ξεστομίσω κάτι τέτοιο και δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να το κάνω, φοβάμαι να στο πω. Δε φοβάμαι μόνο την αντίδρασή σου, πολύ περισσότερο φοβάμαι τη δική μου. Μόνο και μόνο γιατί με αυτές τις λέξεις ξέρω πως θα διώξω έναν άνθρωπο απ’ τη ζωή μου –αλλά εσύ δεν ήσουν απλά ένας άνθρωπος, αυτό οφείλω να το παραδεχτώ.

Στα μάτια σου βρήκα ένα στήριγμα, έναν άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσα να βασιστώ όταν τα πόδια μου δε με κρατούσαν. Εκείνες τις στιγμές που ήθελα να απαρνηθώ ό,τι έχω ζήσει, ό,τι έχω βιώσει. Τις στιγμές που πνιγόμουν στις δικές μου αναμνήσεις, που κάθε μέρα γκρέμιζαν ό,τι προσπαθούσα με κόπο να χτίσω, που με έτρωγαν όλο και περισσότερο, που με έπνιγαν και δε μου άφηναν μέσο διαφυγής. Και κάθε μέρα πέθαινα. Άλλες φορές με τον ίδιο τρόπο, άλλες φορές με διαφορετικό. Πάλευα για μια ζωή που η ίδια δε θα άντεχα να ζήσω. Μπορεί και να μην μπορούσα να ζήσω.

Ένα, δύο, τρία. Οι θάνατοι σταμάτησαν. Δεν πνιγόμουν, τίποτα δεν γκρεμιζόταν κι επιτέλους μπορούσα να πάρω κανονικά ανάσα χωρίς να με εμποδίζει τίποτα. Απ’ αυτές, μωρέ, τις βαθιές που ζαλίζεσαι και λίγο. Διέκρινα ένα ζευγάρι μάτια να μου χαμογελάνε, να με τραβάνε στη στεριά και να με σώζουν. Να μου δείχνουν τι είναι η ζωή και πώς μπορείς να τη ζήσεις ευτυχισμένος.

Δε με πείραξε ποτέ το πόσο διαφορετικοί ήμασταν, πάντα βρίσκαμε έναν τρόπο να βρισκόμαστε στη μέση. Πάντα βρίσκαμε τη λύση. Τώρα τι έγινε; Πού ακριβώς χάσαμε το παιχνίδι; Το χάσαμε εκεί πάνω που πίστευα πως το είχαμε βρει.

Μαλακία μου, το ξέρω. Άργησα να το καταλάβω, βλέπεις. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι όσο εμείς πιστεύαμε πως πλησιάζαμε τη μέση, οι δρόμοι μας απομακρυνόντουσαν ακόμα περισσότερο. Κι η διαδρομή μεγάλωνε κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που κουράστηκα.

Ξέρεις ότι σ’ αγαπάω. Μην αμφιβάλλεις ποτέ. Ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για εσένα. Αν μη τι άλλο, πάντα προσπαθούσα να είσαι καλά και δεν είχε σχέση αν εγώ μέσα μου πνιγόμουν απ’ τα δάκρυα που προσπαθούσα με λύσσα να θάψω. Γιατί, όχι, σχεδόν ποτέ δεν ήμουν καλά κι όσες φορές και να ρωτούσες αυτό δε θα άλλαζε.

Στην αρχή μου έφτιαχνες τη διάθεση, με έκανες να νιώθω ευτυχισμένη. Δεν ξέρω αν είχες κάποιο μαγικό κόλπο, αλλά τα κατάφερνες μόνο που σε έβλεπα. Τώρα, όμως ,με ρίχνεις ακόμα περισσότερο, με βυθίζεις ακόμα πιο βαθιά. Αντί να μου δίνεις το χέρι σου να με σώσεις, μου δίνεις μια σπρωξιά και με ρίχνεις πιο κάτω και πιο κάτω. Κι εγώ χαζεύω τον πάτο που βρίσκεται τρεις ορόφους παραπάνω.

Παλιά ήμασταν αχώριστοι, ανίκητοι. Εγώ, εσύ κι ο κόσμος. Μπορούσαμε να καταφέρουμε τα πάντα, ό,τι κι αν βάζαμε στο μυαλό μας. Δεν μπορούσε κανείς να μας χωρίσει και κοίτα να δεις που μόνοι μας το καταφέραμε. Μόνοι μας βάλαμε την αρχή και μόνοι μας βάζουμε το τέλος. Αλλά γιατί; Σκέφτηκες ποτέ ή μήπως κι αυτό ήταν πολύ σοβαρό για σένα;

Βασανίζομαι κάθε μέρα απ’ τις ίδιες ακριβώς ερωτήσεις, σε κάθε τηλέφωνο που δε σηκώνεις, σε κάθε μήνυμα που δεν απαντάς. Κλαίω και νευριάζω συγχρόνως.

Αλλάξαμε πολύ κι αν δεν το βλέπεις εσύ, το βλέπω εγώ κι είναι αρκετό και για τους δυο μας. Μην ψάχνεις τις δικαιολογίες που δε θα βρεις. Απλά σκέψου ότι δεν άντεξα, δε με έπαιρνε άλλο. Έσκασα. Παλιά η διαφορετικότητά μας, μας ένωνε. Ο ένας συμπλήρωνε τα κενά του άλλου, λέγαμε. Άλλαξες πολύ. Άλλαξα κι εγώ. Ή μάλλον μπόρεσα να είμαι αυτό που πάντα ήθελα. Αυτό που εσύ ποτέ δε δέχτηκες.

Πάντα πίστευα πως θα τα καταφέρουμε. Τι νόημα έχει να προσπαθώ μόνη μου; Κουράστηκα, αλήθεια. Κουράστηκα πάρα πολύ. Ήταν ώρες που κοιτούσα το γαμημένο το τηλέφωνό μου και δεν είχα κουράγιο να στείλω ένα μήνυμα να δω τι κάνεις. Όχι γιατί ήθελα, αλλά γιατί έπρεπε. Εκεί έφτασα.

Δε σε αναγνωρίζω πλέον κι απογοητεύομαι. Στεναχωριέμαι που είμαι παρών σε έναν θάνατο που δεν επέλεξα. Όσα μαύρα και να βάλω, δε θα φέρει αυτό που ήσουν πίσω. Ούτε θα φέρει πίσω όσα ήμουν και δεν είμαι πλέον.

Στεναχωριέμαι που έφτασα σε σημείο να μην αντέχω τόσο πολύ την παρουσία σου. Να με εκνευρίζεις όταν μιλάς, να μη σε μπορώ ούτε όταν αναπνέεις. Να θέλω να φύγω μακριά σου. Να μη με πειράζει όταν δε σε βλέπω, να χαίρομαι όταν είσαι μακριά. Να μη με κάνεις καλά, να με αρρωσταίνεις λίγο-λίγο σαν μικρόβιο που εισβάλει στον οργανισμό και παρασιτεί. Ζεις εις βάρος των άλλων. Ζεις τις ζωές των άλλων και τους κατηγορείς για τις επιλογές που δεν μπόρεσες να πάρεις.

Με κουράζεις. Μπούχτισα απ’ την απόρριψη και την απαξίωση. Γιατί μου κάνεις κακό; Γιατί με πνίγεις μέρα με τη μέρα; Ξέρω να κολυμπάω, αλλά μέχρι πόσο. Το σωσίβιο μου έχει ξεφουσκώσει κι η Ιθάκη μου είναι πολύ μακριά ακόμα.

Φεύγω όμως πριν να ‘ναι πολύ αργά.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη