Η ώρα περασμένη. Ο αριθμός των ποτών ήδη αποτρεπτικός, αλλά, κοίτα να δεις, κάτι πράγματα περίεργα που παίζει το μυαλό μου, πάλι σε σκέφτομαι. Πάλι έρχεται η μορφή σου να αναστατώσει την πραγματικότητά μου.

Δεν ξέρω τι περιμένω ακόμα. Αλήθεια. Και αν είναι να ‘ρθεις, μην αργήσεις άλλο, μάτια μου. Όχι απόψε, τουλάχιστον.

Αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν, μία ιστορία που είχε μία λογική και ξεκάθαρη πορεία και εξέλιξη, να μένει κολλημένη στο μυαλό μου τόσο έντονα. Να παίζει μπροστά στα μάτια μου σαν ταινία με αμοντάριστα πλάνα. Πώς είναι, ποτέ δυνατόν, να με βασανίζει τόσο πολύ. Που ακόμα μου προκαλείς κόμπο στο στομάχι. Που όταν σε σκέφτομαι, ένα ρίγος διαπερνάει το κορμί μου. Που μια φορά σε είδα τυχαία στο δρόμο και ξέχασα να αναπνεύσω.

Και όταν σου λέω ξεκάθαρο, το εννοώ. Αρχή, μέση και τέλος. Ένας ολόκληρος, τέλειος κύκλος. Χωρίς αναπάντητα (όχι πολλά, τουλάχιστον) ερωτήματα. Χωρίς απωθημένα.

Πράγματα απλά. Συμφωνημένα.

Και δεν είναι ότι ήμουν τόσο χαζή, ώστε να ονειρευτώ γάμους και λουλούδια μαζί σου. Αλλά να, είναι που φώλιασε η ελπίδα μου για έρωτα και πράγματα χαζά, καθημερινά, σε ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν πίστευε πια. Και εσύ, άθελα σου, τα ξύπνησες όλα αυτά. Και εγώ πέρναγα πολύ καλά και δεν σκέφτηκα στιγμή, πως ίσως και να μην υπάρχεις αύριο. Διότι ζούσα το σήμερα έντονα και μοναδικά. Και χαίρομαι για αυτό. Αλλά δεν ήθελα να τελειώσει. Όχι ακόμα. Παράπονο, μικρό.

Και ακόμα και αν πιστεύω, βαθιά μέσα μου, πως εγώ και εσύ δεν έχουμε τελειώσει ακόμα, πως κάτι ακόμα μας χρωστάει η ζωή, πως υπάρχει ελπίδα, παρ’όλα αυτά δεν πιάνομαι από αυτή τη σκέψη, από αυτό το ένστικτο.

Φοβάσαι ότι αν μου μιλήσεις ή αν ξαναμπείς με κάποιο τρόπο στη ζωή μου θα με πληγώσεις; Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Δεν ξέρεις πως. Φοβάσαι ότι δεν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε μια φιλική σχέση; Μα αυτά είναι μόνο τα προσχήματα και νομίζω πως μια χαρά μπορούμε να τα τηρήσουμε. Φοβάσαι τον εαυτό σου; Δε νομίζω.

Ή μήπως τελικά θεωρείς, πώς έχεις δει ό,τι είχα να σου δείξω και αυτό σου αρκεί; Μα, μάτια μου γλυκά, είδες μόνο όσα ήθελα να δεις. Δε με ξέρεις και μην πέσεις σε αυτή την παγίδα. Ό,τι δείχνω δεν είμαι και ό,τι είμαι δε στο ‘χω δείξει ακόμα.

Και αναρωτιέμαι, τελικά, μήπως σου έχω δώσει μεγαλύτερη αξία, από όσο έπρεπε; Πώς εγώ, τόσο λογική και, ενώ όλα τα είδα καθαρά μαζί σου, έχω παγιδευτεί έτσι και έχω επιτρέψει στον εαυτό μου αυτή την περίπλοκη διαδρομή. Όλα είναι πολύ απλά και όλα είναι στο μυαλό μου. Μαζί κι εσύ και δε μπορώ να σε βγάλω ούτε στιγμή.

Όπως είπες και εσύ, δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή. Όχι, δεν ξέρεις. Αν και νομίζω πως το παιχνίδι είναι στημένο. Πως παίζουμε με σημαδεμένη τράπουλα. Πιστεύω στο τυχαίο και στο απροσδόκητο, αλλά νομίζω πως όλα κάπου είναι γραμμένα. Τα πάντα στη ζωή μας τέμνονται, ενώνονται και έπειτα ξαναχωρίζουν, κάνουν κύκλους σε ατέρμονες διαδρομές. Δεν ξέρω αν πρέπει λοιπόν να σε διεκδικήσω ή αν πρέπει να αφήσω τη μοίρα να παίξει το παιχνίδι της.

Οι φίλοι μου, μου λένε, πως και πολύ κράτησε όλο αυτό, πως καλύτερα έτσι. Καλύτερα τώρα, παρά αργότερα. Ίσως και να έχουν δίκιο. Ίσως και όχι. Ποιος θα πει, εάν έχουμε δικαίωμα στο όνειρο και για πόσο.

Δεν στα λέω όλα αυτά για να σε πείσω για κάτι. Όχι. Θα ήθελα ένα ακόμα βράδυ μαζί σου. Για να ξέρω ότι θα ‘ναι το τελευταίο. Αλλά τι λέω; Δε μου φτάνει ένα βράδυ. Γιατί έχω σκεφτεί μέρες μαζί σου, εκδρομές και πρωινά. Βράδια, θάλασσες και στιγμές. Πολλές στιγμές. Είδες τι σου κάνει η ευτυχία και η ελπίδα; Σου θολώνει την εικόνα, στη διαστρεβλώνει και δε βλέπεις καθαρά.

Αλλά αυτό μου κάνεις πάντα. Εκμηδενίζεις τον περίγυρο μας. Σαν να μην υπάρχει κανείς και τίποτε άλλο. Εκπέμπεις ένα φως, με κυκλώνεις και τα πάντα έξω από αυτό το φως δεν υπάρχουν. Παρά μόνο ένας στίχος που ‘χει κολλήσει στο μυαλό μου «ο καιρός κυλάει και οι αγάπες περνούν κι οι καρδιές μας όλα τα ξεχνούν…».

 

Συντάκτης: Νατάσα Χατζηαντωνίου