«Είμαι λίγο θυμωμένη, όπως αντιλαμβάνεσαι. Μ’ εμένα. Διότι θα έπρεπε να έχω ωριμάσει. Να μην απορώ με τίποτα.»*

Να μην απορώ με τη συμπεριφορά του κόσμου απέναντί μου. Με τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Έπρεπε να ‘χα μάθει να χειρίζομαι καλύτερα τις καταστάσεις. Λίγο πιο ψυχρά. Να υπολογίζω λίγο καλύτερα τις αντιδράσεις τους.

Να ‘χα μάθει να λέω τις κατάλληλες ατάκες για τις πιο άβολες καταστάσεις. Να μην αφήνω περιθώρια. Ο χρόνος που χρειάζομαι για να σφραγίσω κάτι οριστικά, να ήταν πιο σύντομος. Δεν πειράζει. Θα μάθω. Λίγο ακόμα, μονάχα κι όλα θα γίνονται αυτοματοποιημένα.

Θα ‘πρεπε να ‘χα μάθει να μη θυμώνω με τους ανθρώπους γύρω μου, όταν αυτοί υποθέτουν εσφαλμένα πράγματα για ‘μενα. Ο καθένας, άλλωστε, είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι τον εξυπηρετεί κι ό,τι τον κάνει να κοιμάται ήσυχος τα βράδια με τη συνείδησή του.

Εγώ πια δεν κοιμάμαι τα βράδια. Όχι από μοναξιά. Ούτε από στεναχώρια. Το μυαλό μου δε σταματάει να δουλεύει. Τροχίζει κάθε αιχμηρό αντικείμενο, κάθε μαχαίρι, για να ‘μαι έτοιμη, όταν θα ‘ρθει εκείνη η ώρα. Για να κόβει σαν γυαλί σε κάθε λέξη που θα ‘ναι λάθος.

Σμιλεύει το σώμα, ώστε το νερό, που πέφτει πάνω μου, να μπορεί να ρέει αβίαστα. Να μη μουσκεύω στη βροχή. Λειαίνει την κρύα επιφάνεια της σφαίρας, η οποία είναι ήδη οπλισμένη στη θαλάμη. Έτοιμη να εκτοξευθεί στο πάτημα της σκανδάλης. Πριν με πυροβολήσεις εσύ.

Θωρακίζει όλες τις πόρτες, μία προς μία. Εκτός από μία και μοναδική. Όχι την κεντρική είσοδο, αλλά μία άλλη, στα πλάγια. Κρυμμένη μέσα από πυκνές φυλλωσιές, σχεδόν κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Υψώνει τα τείχη. Όχι, για να μη μπορεί κανείς να μπει. Διότι αυτός που θα θελήσει να μπει, θα βρει τον τρόπο, θα πάρει το ρίσκο να δει τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Αλλά για να προστατέψει όλα εκείνα που πρέπει να διαφυλαχθούν. Οι άμυνες δεν έπεσαν ποτέ.

Δεν το κατάφερε, τελικά κανείς. Μα τόση δουλειά, γιατί να πάει χαμένη; Έργο ζωής, σου λέει. Κι αν κι εσύ ακόμα, τίποτε δεν κατάφερες, δεν πειράζει. Ίσως σε μιαν άλλη ζωή, ως κάποιος άλλος. Μ’ άλλα ρούχα κι άλλο πρόσωπο.

Θα ‘πρεπε να χαμογελώ συγκρατημένα, όταν τώρα με κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου. Να μη δείχνω τίποτα, κανένα συναίσθημα, παρά μόνο μία αυτοκυριαρχία και, ίσως μια ελαφρά ειρωνεία.

Εσύ γνωρίζεις καλύτερα απ’ εμένα τι σκέφτομαι; Τι αισθάνομαι; Νομίζεις πώς επειδή με ξέρεις δυο μήνες, ένα χρόνο, μια ζωή, μπορείς να καταλάβεις σε τι θέση βρίσκομαι; Ξέρεις πόσα βράδια έκλαψα σιωπηλά; Πόσες μέρες κουβάλησα βουβά τον πόνο μου; Πιστεύεις ότι έχεις την ικανότητα να μπεις στη θέση μου; Να τολμήσεις να συμπεράνεις τι φανερώνουν οι λίγες λέξεις που βλέπεις πάνω στην οθόνη σου;

Ξέρεις, άραγε, ναι, εσύ που υποθέτεις, πόσες λέξεις δεν έχεις διαβάσει; Πόσες σελίδες μένουν κρυμμένες στα συρτάρια μου; Μπορείς, άραγε, να διακρίνεις τη διαφορά στους ρόλους που παίζω κάθε φορά; Βλέπεις αυτό που θέλω εγώ να δεις. Αυτό που σε εξυπηρετεί ανά περίπτωση.

Η αλήθεια, φίλε μου, κρύβεται, κάπου ανάμεσα στις λέξεις. Ένα μήνυμα μυστικό και συγκαλυμμένο τόσο περίτεχνα, που εσύ με το απαίδευτο μάτι σου και τη στενή αντίληψη, δε θα μπορούσες να το κατανοήσεις.

Και στην τελική, τι σε νοιάζει εσένα; Ούτε κι εμένα με νοιάζει, τι πιστεύεις εσύ. Αναγέννηση ή ανασυγκρότηση;  Σε κάθε περίπτωση, δημιουργία ξανά. Από το τίποτε. Απ’ αυτό το λίγο που έμεινε. Όλα όσα ήμουν κι όλα όσα θα γίνω.

* Φράση από ποίημα της Κικής Δημουλά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νατάσας Χατζηαντωνίου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Νατάσα Χατζηαντωνίου