Μετράς τα βήματά σου. Ένα, δύο… Δέκα. Δέκα βήματα μέχρι την πόρτα του δωματίου. Άλλα δέκα απ’ την πόρτα πίσω στον αγαπημένο σας καναπέ. Πόσα χιλιόμετρα έχεις διανύσει σ’ αυτό το μικρό χώρο αυτήν τη χειμωνιάτικη Τρίτη;

Το σώμα σου κινείται αργά, αλλά οι σκέψεις σου τρέχουν, μπερδεύονται. Έχουν γίνει ένα κουβάρι πια που δεν ξέρεις πώς να το ξεμπερδέψεις. Το μυαλό σου είναι λαβύρινθος γεμάτος πόρτες που φοβάσαι ν’ ανοίξεις. Κάθε πόρτα και ένα συμπέρασμα, μία πραγματικότητα που νιώθεις ανίκανος ν’ αντιμετωπίσεις. Αναρωτιέσαι πώς φτάσατε μέχρι εδώ. Ποιος έφταιξε και γιατί. Τι έκανες λάθος και τι θα μπορούσες να έχεις διορθώσει. Πλέον, όμως, δεν έχει σημασία και το ξέρεις. Κι αυτό είναι που σε τρομάζει πιο πολύ. Πως ό,τι έγινε, έγινε και πως πλέον ίσως δεν είναι στο χέρι σου να το αλλάξεις.

Να μετρήσεις πάλι τα βήματα; Πάντα δέκα θα είναι. Μόνο δέκα βήματα για ένα διαφορετικό αύριο. Ένα αύριο χωρίς αυτόν τον άνθρωπο στη ζωή σου πλέον. Ένα αύριο που θα αισθάνεσαι πιο ήρεμος. Ένα αύριο που δε θα χρειάζεται πλέον να κυνηγάς καταστάσεις, να ψάχνεις λύσεις σε προβλήματα που δε θα έπρεπε να υπάρχουν. Όλες οι αλλαγές στην αρχή είναι δύσκολες.

Η συνήθεια τρυπώνει πολύ εύκολα μέσα στο μυαλό και όταν πάψει να υπάρχει τα κάνει όλα να φαντάζουν βουνό. Αλλά κανείς δεν ήταν ευτυχισμένος, όσο παρέμενε σε μία κατάσταση που δεν τον κάλυπτε, που δεν τον ολοκλήρωνε. Ο άνθρωπός σου πρέπει να σε εμπνέει, να σε προκαλεί να γίνεις καλύτερος και να σε παρακινεί να κυνηγήσεις τα όνειρά σου.

Θα μείνεις ή θα φύγεις; Πρέπει να διαλέξεις, ήρθε η ώρα που πρέπει να αποφασίσεις. Έχεις συνηθίσει, το ξέρω. Έχεις συνηθίσει να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη του, να πονάς στην απουσία του. Να ψάχνεις στο πλήθος, μήπως δεις αυτά τα μάτια που τόσο σου έχουν λείψει. Το ξέρεις, όμως, πως έχει φύγει, έτσι δεν είναι; Γιατί, άμα ήταν ακόμα εδώ θα ένιωθες την παρουσία του, δε θα την αναζητούσες σε κάθε ευκαιρία.

Κατευθύνεσαι για ακόμη μία φορά προς την πόρτα. Σταματάς και κοιτάς το είδωλό σου στον καθρέφτη. Σκέφτεσαι όλα αυτά τα λόγια που δεν έγιναν πράξεις κι όλα τα χαμόγελα που δεν έγιναν φιλιά. Όλες τις αγκαλιές που σας έφερναν πιο κοντά, αλλά μετά από λίγο βρισκόσασταν πάλι μίλια μακριά. Όλα τα «δεν πειράζει» που έκρυβαν ένα μεγάλο παράπονο κι όλα τα «θα μιλήσουμε» που έκρυβαν μια τεράστια προσμονή. Απορείς με τον εαυτό σου που του επέτρεψες να φτάσει μέχρι εδώ. Που δεν έριξες νωρίτερα τους τίτλους τέλους σ’ αυτήν την κακογραμμένη ιστορία.

Ανοίγεις την πόρτα και συνειδητοποιείς πως κάθε βήμα σου μέχρι εδώ ήταν μία υπόσχεση στον εαυτό σου πως θα τον προσέχεις λίγο παραπάνω από εδώ και πέρα. Πριν κλείσεις την πόρτα ψιθυρίζεις ένα «θα μου λείψεις» κι ένα «να προσέχεις».

Όταν φεύγεις, βάζεις τελείες και παύλες ή κόμματα και παρενθέσεις, μήπως τυχόν θελήσεις να επιστρέψεις; Όταν φεύγεις πραγματικά, κλείνεις πίσω σου και κλειδώνεις όλες τις πόρτες που σε βοήθησαν να φτάσεις μέχρι την έξοδο. Γκρεμίζεις γέφυρες, γιατί ήρθε η ώρα να δημιουργήσεις επιτέλους καινούριες.

Να φεύγεις όταν πρέπει. Μπορείς;

Συντάκτης: Θαλεία Σόκαλη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου