Η Ελλάδα είναι κατά πολλούς η χώρα των φαφλατάδων. Προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε με μεγαλεπήβολα και υπερβολικά λόγια, χωρίς να είμαστε σε θέση να τα κάνουμε πράξη. Γουστάρουμε να ζούμε στο συννεφάκι μας και στην εικόνα που με τόσο κόπο καθημερινά χτίζουμε. Στην ουσία, δεν έχει σημασία ποιοι ακριβώς είμαστε, αλλά πώς θέλουμε οι άλλοι να μας βλέπουν. Άρα, δίνουμε υποσχέσεις κι ορκιζόμαστε σε ό,τι έχουμε ιερό για να πείσουμε τον απέναντι για τις απαράμιλλες δυνατότητες και δεξιότητές μας. Το συμπέρασμα, εκτός από απογοητευτικό, δεν είναι ικανό να μας παρακινήσει να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε.

Οι άνθρωποι χωρίζονται, με βάση τις υποσχέσεις τους, σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη βρίσκονται αυτοί που δεν τις τηρούν, ενώ στη δεύτερη αυτοί που δεν τις δίνουν. Είναι αρκετά απαισιόδοξη η συγκεκριμένη οπτική γωνία, όμως, στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην πραγματικότητα. Η υπόσχεση είναι μια δέσμευση, η ανάγκη του ανθρώπου να επιβληθεί στις δύσκολες καταστάσεις για το συμφέρον το δικό του και των αγαπημένων του προσώπων. Είναι ένας όρκος, υποθετικά απαράβατος, ο οποίος δίνεται ελαφρά την καρδία σε συναισθηματικά και πνευματικά φορτισμένες στιγμές. Οι άνθρωποι βασίζονται πάνω στο πρόσωπό σου, εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο λόγο σου με σκοπό να τους δικαιώσεις με την έκβαση του αποτελέσματος. Είναι ιερή η υπόσχεση, η τήρησή της.

Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι άνθρωποι τα κάνουν σκατά. Προσπαθούν να το παίξουν ιστορία, μιλώντας αφ’ υψηλού για τα υποτιθέμενα κατορθώματά τους, πλέκοντας οι ίδιοι το εγκώμιό τους. Πηγάζει απ’ την αγαπημένη μας φράση: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Ένας ακόμη ηλίθιος, αδερφέ, αλλά δε βαριέσαι, έχουμε μαζευτεί τόσοι που ένας ακόμη δε θα κάνει τη διαφορά. Τους αφήνεις να βροντοφωνάζουν το «εγώ» τους σε κάθε ευκαιρία, ενώ εσύ γνέφεις καταφατικά ανά τέταρτο για να νομίζουν ότι συμφωνείς. Ξέρεις ότι θα μείνουν μόνο στα λόγια, όμως αν τους εκφράσεις τη γνώμη σου, θίγονται, προσβάλλονται που τους έθιξες τον εγωισμούλη τους. Άχου τα, μωρέ, τα παιδιά.

Κι εκεί που έχεις δημιουργήσει την κοσμοθεωρία σου κι έχεις βάλει το μυαλό σου σε μια τάξη, έρχεται κάποιος και τηρεί το λόγο του. Κάτσε, ρε φίλε. Τι πράγματα είναι αυτά; Δεν ντρέπεσαι να είσαι η εξαίρεση; Με τι μάτια θα αντικρίσεις ξανά τους φίλους σου, την οικογένειά σου; Θα σου μείνει η ρετσινιά στο τέλος και θα τρέχουμε. Είναι σαν εκείνη την παλιά διαφήμιση: «Μας κακομαθαίνετε, κύριε πρέσβη». Άντε τώρα εσύ να ξαναλλάζεις τον τρόπο σκέψης σου και να εμπιστεύεσαι τις υπέροχες, φανταστικές υποθέσεις των άλλων. Συγχαρητήρια, λοιπόν, σε αυτούς τους αξιέπαινους χαρακτήρες κι ας κάνουν εμάς τους υπόλοιπους να φαινόμαστε σαν την κατάντια του ανθρωπίνου γένους.

Τέλος, υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν υπόσχονται τίποτα και σε κανέναν. Τις φοβάσαι αυτές τις προσωπικότητες. Δε μιλάνε για να καυχηθούν, δεν προσπαθούν να φανούν ως η ελίτ της διανόησης, απλώς κάθονται σε μια γωνιά και περιμένουν να έχουν κάτι σημαντικό να πουν για να ανοίξουν το στόμα τους. Πες ένα ψέμα, ρε φίλε, μια μαλακία, έτσι για το καλό. Μη χαλάς την πιάτσα. Κάτι τύποι σαν κι εσένα, με τρομάζουν. Δε θέλω να μιλήσω μπροστά τους, φοβάμαι την αντίδρασή τους, επειδή ξέρω πως οτιδήποτε πουν το έχουν φιλτράρει πολύ καλά πριν κι είναι απολύτως σίγουροι για την επιχειρηματολογία τους. Δεν υπόσχονται τίποτα, για να μην υπάρξει ποτέ η πιθανότητα να βρεθούν εκτεθειμένοι. Μη βαράτε, παιδιά, μια βλακεία είπαμε, πάμε παρακάτω.

Θα σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις τι εστί υπόσχεση και πόσο έχει ξεφτιλιστεί η ερμηνεία της. Μία απ’ τις πιο συχνές ερωτήσεις ανάμεσα σε φίλους είναι: «Κρατάς μυστικό;». Υπάρχει κάτι που χρειάζεται να ειπωθεί, αλλά κρίνεται απαραίτητο να μη βγει παραέξω. Οι απαντήσεις που δίνονται είναι της μορφής: «Εγώ, ρε; Πας καλά; Εγώ είμαι τάφος. Πες μου ό,τι θες και να είσαι βέβαιος πως δε θα το μάθει κανένας». Λέγεται το μυστικό με ασφάλεια, μετά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις και συζητιέται. Έλα, όμως που το συγκεκριμένο μυστικό αρχίζει να κυκλοφορεί και να μαθαίνεται. Βέβαια, κανείς δεν το είπε, όποιον και να κατηγορήσεις θα βγεις ψεύτης κι άδικος. Εντέλει, το μυστικό το ξέρουν όλοι. Αυτό το μικρό παράδειγμα αφορά τη γέννηση του κουτσομπολιού στην Ελλάδα, αλλά και την κατοχύρωση της πρώτης θέσης παγκοσμίως και διαχρονικά απ’ την Ελληνίδα γιαγιά.

Οι υποσχέσεις δεν πρέπει να δίνονται αψήφιστα. Είναι αναγκαίο να τηρούνται. Αποτελούν απόδειξη σεβασμού, εμπιστοσύνης, αγάπης.

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη