Το πρώτο σημαντικό μάθημα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η δυσκολία της. Δε σου χαρίζει χαρές κι ευκαιρίες. Δεν προσφέρει τίποτα απλόχερα, μόνο παίρνει βίαια αυτό που θέλει χωρίς ερωτήσεις, χωρίς προειδοποιήσεις. Σαν παιδί έχεις τους γονείς να σε προστατεύουν απ’ τη σκληρότητά της, δύο φύλακες αγγέλους έτοιμους να σε πιάσουν σε κάθε παραπάτημα. Όσο μεγαλώνεις κι έρχεσαι αντιμέτωπος με τα βάσανά της, αναγνωρίζεις το δύστροπό της πρόσωπο. Τα εμπόδιά της σε αλλάζουν, σε μεταμορφώνουν για να τα αντέξεις και να τα προσπεράσεις.

Δεν είναι θέμα απαισιοδοξίας, αλλά επιβίωσης. Η αγαθή, ανέμελη εποχή τελειώνει γρήγορα πριν την πάρεις είδηση, για να δώσει τη θέση της σε μία πιο σκληρή εκδοχή. Έτσι, δημιουργεί ο άνθρωπος μία πιο σκληρή εκδοχή του εαυτού του. Κλείνεται πίσω απ’ τις πόρτες του μυαλού του, υιοθετεί την ωμότητά της κι αρχίζει να πορεύεται με οδηγό την ασφάλειά του. Νιώθει ασφαλής κρυμμένος πίσω απ’ τους φόβους και τα πάθη του, λιγότερο τρωτός απέναντι στις κακουχίες της. Για να γίνω πιο σαφής, ο άνθρωπος σκληραίνει για να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους.

Η αχίλλειος πτέρνα μας είναι οι σχέσεις μας, τα συναισθήματά μας για πρόσωπα απρόσωπα. Δείχνουμε το πραγματικό μας πρόσωπο μόνο στον εαυτό μας κι εκεί ακόμα υπό συνθήκες. Ίσως, να είναι δειλία, αλλά το θάρρος, στην πλειοψηφία του, είναι απογοητευτικό, γιατί δεν είναι αμοιβαίο. Σε κάθε θαρραλέα απόφαση αισθάνεσαι εκτεθειμένος, βορά μπροστά στα σαγόνια των φόβων σου. Ευάλωτος, αδύναμος καθώς περνάς απ’ τις σκιές στο φως, στη φωτιά που εν τέλει θα σε κάψει. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε.

Όσο κι αν αρνούμαστε να το παραδεχτούμε ήταν επιλογή μας. Διαλέξαμε να οχυρωθούμε πίσω από λέξεις και μουδιασμένα χαμόγελα, με σκοπό να αποφύγουμε την αλήθεια μας. Να βρούμε καταφύγιο μέσα από εικονικές κι ιδανικές σχέσεις. Κάναμε φίλο το ψέμα, το αγαπήσαμε και το χτίσαμε με τόσο γερά θεμέλια γύρω μας που τώρα πια ούτε ένας καθρέφτης δεν μπορεί να μας φανερώσει το αληθινό μας πρόσωπο, μέσα απ’ το αδειανό μας βλέμμα. Διαλέξαμε αυτό το μονοπάτι, έχοντας ως μοναδική παρηγοριά τη συμμετοχή όλων στο ίδιο παιχνίδι που αποκαλούμε ζωή.

Όλα άρχισαν με τον πόνο. Απ’ την πρώτη μας επαφή μαζί του, αποφασίσαμε να πνίξουμε τον «καλό» μας εαυτό, να αποτάξουμε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μας με αποτέλεσμα να γίνουμε ουδέτεροι. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος μετατρέπεται εν γνώσει του σε ανθρωπάκι. Μπορεί να σου φαίνεται απάνθρωπο και πεσιμιστικό όμως αυτή είναι η εικόνα της κοινωνίας μας, στο μεγαλύτερο βαθμό. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ότι κάθε φορά θα ρίχνουμε τις ευθύνες στους άλλους. Θα κατηγορούμε τον δίπλα για τα λάθη μας, για να αποποιηθούμε τα κοινωνικά βάρη μας, αν όχι αίσχη μας. Αυτό είναι θλιβερό.

Κουράστηκα να βλέπω φοβισμένους ανθρώπους, αναλωμένους απ’ τον πόνο τους. Με πληγώνει βαθιά το πισώπλατο μαχαίρωμα στον ίδιο μας τον εαυτό. Με λυπεί το γεγονός πως συναινούμε σε αυτό το απάνθρωπο έγκλημα. Χάσαμε την ταυτότητά μας, δώσαμε βάση στο να επιβιώσουμε κι όχι στο να ζήσουμε. Η μεγαλύτερη ειρωνεία της ζωής. Σκοτώνουμε τον εαυτό μας για να ζήσουμε. Ειλικρινά, κουράστηκα. Εσύ;

Κάθισε και σκέψου όλους τους ανθρώπους που συμβαδίζουν στο μονοπάτι που επέλεξες. Πάρε μια βαθιά ανάσα και συνειδητοποίησε πόσο λίγο τους ξέρεις. Πόσες απ’ τις μάσκες τους αναγνωρίζεις μόλις σβήσουν τα φώτα; Πόσοι από αυτούς έχουν δει κάτω απ’ το προσωπείο σου; Δυστυχώς, συμβιώνουμε σε ένα κόσμο Φαρισαίων, σε μία παρωδία ειλικρίνειας όπου κανένας δεν τολμάει να αλλάξει. Ακόμα κι αυτός που θα πρωτοπορήσει, οι υπόλοιποι θα τον φάμε ζωντανό. Είμαστε κανίβαλοι, μεταφορικά μεν, αλλά κατασπαράζουμε τους άλλους κι εμάς τους ίδιους.

Η σκληρή αλήθεια είναι πιο προτρεπτική από κάθε παρακίνηση. Όταν κάτι δε σ’ αρέσει, το τελειώνεις, λυτρώνεσαι κι αρχίζεις ανανεωμένος να αναπνέεις ελεύθερα. Γίναμε σκληροί, απότομοι, θρασύδειλοι κι ήρθε η ώρα να αλλάξουμε. Να γυρίσουμε πίσω στην ανέμελη εποχή μας, σε ένα κόσμο κάτασπρο με μικρές μαύρες πινελιές. Όχι άλλα γκρίζα τοπία και μουντές καρδιές, όχι άλλες μολυσμένες ψυχές απ’ το δηλητήριο που αποκαλούμε πόνο. Δεν αντέχεται πια το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας, το οποίο έγινε πρότυπο, ιδεολογία σε μία νύχτα. Ήρθε η ώρα να ξημερώσει.

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη