Ξεκίνησε έναν Ιούλιο που τίποτα στη ζωή μου δε μου άρεσε, τελειώνει σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, που τίποτα δε μοιάζει το ίδιο πλέον. Ήσουν ό,τι πιο δυνατό είχα ζήσει. Λύγισα. Έσπασα. Όλα μου τα κομμάτια σκορπισμένα μπροστά στα μάτια μου, αλλά θέλω να είμαι πάλι παρών, χωρίς εσένα. Εσένα που μέχρι πρότινος αποτελούσες την πρώτη μου σκέψη το πρωί και την τελευταία όταν κοιμόμουν. Ο χρόνος βοήθησε πολύ, καλά λένε ότι είναι ο καλύτερος γιατρός.

«Με θυμάσαι;» Έτσι ξεκινήσαμε να μιλάμε στο facebook πριν οκτώ χρόνια. Μα φυσικά και σε θυμόμουν. Το πιο γλυκό μελαγχολικό βλέμμα στο σχολείο. Ξεκίνησα, από μακριά, να σε παρακολουθώ με ενδιαφέρον και μια αδιόρατη σιγουριά. Πόσο σπάνια ήσουν.

Μέχρι που ξεκινήσαμε κάποια στιγμή να μιλάμε πιο συχνά, πιο ανοιχτά. Με γοήτευσες απίστευτα, μια πρόσκληση να μη φοβηθώ να σε γνωρίσω, ένιωθα ότι ήσουν κάτι πολύτιμο. Βγήκαμε, τα είπαμε και σε φίλησα όπως ποτέ δεν είχα κάνει ως τώρα. Μια φιλήδονη επαφή που κατέληξε σε πρωτόγνωρη εμπειρία αλλά και φόβο μαζί.

Συνεχίσαμε να μιλάμε για ανθρώπους, σχέσεις, φιλοσοφία, εναλλακτικές πρακτικές εξέλιξης. Με γοήτευσες απίστευτα, έμεινα να σε γνωρίσω, να σε ζήσω, να σε μάθω. Προσπαθήσαμε να αφήσουμε πίσω ό,τι παλιό μας συνόδευε. Πόσο δύσκολο ήταν; Ένα σπιράλ απανωτών σου κρίσεων για όλα σου τα υπαρξιακά και τις ανασφάλειες που σου είχαν δημιουργήσει οι άνθρωποι της ζωής σου.

Χάθηκες για κάποιο διάστημα κι εγώ επέλεξα να μη μαθαίνω νέα σου και εμφανίστηκες ξαφνικά στο τηλέφωνο. Μόλις σε άκουσα, κατάλαβα ότι σε θέλω, άρχισα να δένομαι πιο πολύ, να σε νοιάζομαι. Πέρναγαν οι μέρες και δε μου μίλαγες, δε μου άνοιγες την πόρτα σου. Γιατί τόσο σκοτάδι σε αυτό το φως;

Και πάνω στην πιο μεγάλη κρίση σου, είπα πως θα σου φανερώσω τα μυστικά μου, τα πάντα μου, ποιος είμαι και εγώ, τι κρύβω, που δεν είμαι αυτό που νομίζεις.Έμεινα δίπλα σου, άφησα κάθε δική μου ιστορία στην άκρη για να συγγράψουμε τη δική μας. Λάθος μου, έπρεπε να φροντίζω και τη δική μου μέσα στις κρίσεις σου, στις δυσκολίες σου, στις αντιφάσεις σου. Γύρισα και σου είπα ότι σε βλέπω δίπλα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου και εκεί κάπου σε ένιωσα να φεύγεις. Ήδη σκεφτόσουν κάποιον άλλον και αποφασίσαμε να χωρίσουμε κάνοντας έρωτα σαν αποχαιρετισμό. Έρωτα, όχι σεξ.

Αλλά τελικά δεν μπορέσαμε να μείνουμε μακριά. Αρχίσαμε να ξαναμιλάμε πιο πολύ από πριν. Αλλά μόνο στα τηλέφωνα. Κάθε μέρα η ζωή σου κυλούσε μπροστά μου παρά τις ενστάσεις, τις προτροπές και τις εκκλήσεις αυτών που μας ήξεραν να μείνουμε σε απόσταση. Δεν μπορούσα να μη σε ακούω, να μη σε βλέπω, να μη σε αγγίζω τρυφερά, να μη σε φιλάω έστω στο μέτωπο, να μη σε ζω.

Εσύ προόδευες, συνέχιζες τη ζωή σου, ήμουν εκεί αλλά δεν με ήθελες για σύντροφό σου. Έσπασα, έβρισα χυδαία, αμείλικτα και έφυγα. Η καρδιά μου φτερούγισε και έτσι έφυγε το καλοκαίρι που άρχισα να ξαναγράφω τη δική μου ιστορία, αλλά μου έλειπες τόσο πολύ, που ήθελα να μοιραστώ μαζί σου την εξέλιξή μου. Αλλά δεν είσαι πια εδώ, προσδοκούσα να σε ξαναβρώ, αλλά έχεις φύγει. Θέλεις μόνο να είμαστε φίλοι. Λυπάμαι, καλύτερα να μείνουμε μακριά δίχως το αγαπημένοι. Ίσως τελικά δεν ήσουν κάτι δυνατό παρά μια φαντασίωση μόνο

Η οδύνη ασυγκράτητη και ένα άπειρο γιατί να αιωρείται. Σε αποχαιρετώ απόψε εδώ δημόσια, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε ούτε φίλοι, από τη στιγμή που έχεις υπάρξει γυμνή στο κρεβάτι μου. Ήμασταν ο δρόμος που έπρεπε να πορευτούμε για να πάμε μπροστά στη ζωή μας μαζί και μακριά ο ένας από τον άλλον.

Στο αφιερώνω με αγάπη. Να προσέχεις.

Συντάκτης: Πάνος Σπανός
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή