Κοιμάσαι και ξυπνάς με τη σκέψη εκείνου του ανθρώπου που κατάφερε να μαγέψει την πραγματικότητά σου και να την μπερδέψει γλυκά με το όνειρο. Τον φροντίζεις, τον νοιάζεσαι, τον αγαπάς και τον έχεις εκεί δίπλα σου να μοιράζεσαι στιγμές κι ανάσες, αγκαλιές και χάδια. Εισέρχεσαι κάθε φορά σ’ έναν κόσμο που έζησες και δε χόρτασες ή σ’ έναν κόσμο που έπλασες κι αναζητάς.

Εκεί αφήνεσαι, στα χέρια του νανουρίζεσαι, ζεσταίνεσαι κι ηρεμείς χωρίς να ενοχλείς και να ενοχλείσαι από τρίτα πρόσωπα ή από συνθήκες που δεν μπορούν να σας ευνοήσουν για να είστε μαζί. Κλείνεις τα μάτια σου και το σκοτάδι ζωγραφίζει την εικόνα του. Σου απλώνει το χέρι και γίνεται το ταίρι σου για να σε οδηγήσει σε μονοπάτια που υπάρχετε μόνο εσείς.

Ουτοπία ή φαντασία, ή απλώς εκείνη η ευχή που δεν τόλμησε το στόμα να εκφράσει μα εισακούστηκε κι ίσως να βγει αληθινή γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει σχέδια και πλάνα σε τούτη τη ζωή. Όσο κι αν το θέλεις, με το καλημέρα σας υπάρχει πάντα η πιθανότητα της ανατροπής.

Κι όμως εσύ εξακολουθείς να κοιμάσαι και να ξυπνάς εκεί κοντά του κι ας μην το ξέρει κι ας μην το μάθει ποτέ. Άλλωστε ένα τσιγάρο δρόμος είναι να μάθει κάποιος όσα επιθυμείς και να στα δώσει. Και στην τελευταία εκπνοή να γίνει εκείνος όσα θες χωρίς να του το ζητήσεις. Αρκεί να νιώθει, αρκεί να καταφέρει να νιώσει ή να δεχτεί να μάθει να νιώθει.

Να μη φοβηθεί τα συρματοπλέγματα και να έρθει ένα βράδυ να πλαγιάσει στο μαξιλάρι σου, να μοιραστεί τη ζέστα του κορμιού σου, να κυλιστεί στο άρωμα της σάρκας σου και να μαντέψει τις απόρρητες πληροφορίες σου για να σε ξεκλειδώσει.

Κι έπειτα να μείνει εκεί, κοντά σου. Να κρυφοκοιτάζει τον ύπνο σου και να προκαλέσει τον ξύπνιο σου, ανακαλύπτοντάς σε. Να μη σ’ αφήσει, να μη σε αδειάσει, έτσι όπως το κάνει η τόσο ύπουλη διαπίστωση της πραγματικότητάς σου, στο καθημερινό άνοιγμα των βλεφάρων σου.

Να μην το βάλει στα πόδια με την αποχώρηση του Μορφέα, να γίνει εκείνο το πρόσωπο που θα κοιτούν τα μάτια σου στην καληνύχτα και στην καλημέρα και να πάψει να μη γνωρίζει την τόσο έντονη παρουσία του στη ζωή σου, τη στιγμή της απουσίας του.

Να πάψεις να του δίνεις άφεση κάθε φορά που σου λείπει κι εσύ ριγείς και πονάς. Γιατί κάποτε πρέπει να μάθει πως εσύ κοιμάσαι και ξυπνάς έχοντας χαραγμένο το ομοίωμά του στο διπλανό σου μαξιλάρι. Να μην αργοπορεί και να μην επαναπαύεται στην ασφάλεια της φαντασίας σου. Να πάψει να είναι όνειρο, να μη χάνεται σε άνιωθες διαδρομές και να μην αδειάζει σε ανούσιες αγκαλιές τα τόσα συναισθήματα. Να μην «πεθαίνει» στο ξημέρωμα και να μη γίνεται λυγμός στους άδειους τοίχους και στις σιωπές.

Τι κι αν κοιμάσαι και ξυπνάς με το πρόσωπο του σαν να είναι άγγελος του ύπνου σου; Τα φτερά του τα έχεις ανάγκη κι όταν τα μάτια σου κοιτούν τον ήλιο, τον χρειάζεσαι με σάρκα κι οστά στα καθημερινά σου περπατήματα κι οφείλεις στον εαυτό σου να το μάθει και να το διεκδικήσει.

Ίσως να κολλάς στις αντίξοες συνθήκες και να επιμένεις να κρατάς τούτο το πλάσμα μόνο για δική σου συντροφιά, πλάθοντας το καταφύγιό σου και προσκυνητάρι σου, αρνούμενος να το μοιραστείς ή να διακινδυνέψεις να γκρεμίσεις το δικό σου τέλειο κι έτσι εξακολουθείς να μένεις και να επιμένεις να κοιμάσαι και να ξυπνάς με άδειο μαξιλάρι και με ζωή γεμάτη από «αν» κι ερωτηματικά.

Για πόσο αντέχει άραγε να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος; Ποια είναι τα όριά του; Στη θύμηση και στις αναμνήσεις, στις φοβίες και στην ανασφάλεια δικαιούμαστε να εκτελούμε όσα μπορούμε να έχουμε; Κοιμάσαι και ξυπνάς σκεπάζοντας μυαλό και κορμί με σύννεφο ονείρου και φαντασίας κι εγώ αναρωτιέμαι για πόσο ακόμη, φίλε μου; Αντί να κυνηγάς φαντάσματα απλώς έλα πιο κοντά στις προσδοκίες σου. Κι αν αυτές είναι τόσο άπιαστες απλώς ξεκίνα να διασχίζεις το δρόμο και μην περιμένεις να πάψει ο κόσμος να κινείται για να μπορέσεις να βρεθείς στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Κοιμήσου και ξύπνα με τον εαυτό σου, αγκάλιασέ τον και τότε ίσως βρεις τελικά κάποιον να μοιραστείτε τον καφέ απ’ το ίδιο φλιτζάνι και να γίνει το μαξιλάρι σου για ν’ αποκοιμηθείς, κάποιον που δε θα ανήκει στη μνήμη σου και στα όνειρά σου αλλά στην πραγματικότητά σου.

Μα κι αν στα λέω τούτα εγώ πάλι το ξέρω πως θα κοιμάσαι και θα ξυπνάς με το ίδιο πρόσωπο στο μυαλό σου κι ας μην το μάθει ποτέ.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη