Η ψυχή μου αφημένη πίσω σε μια γκαρσονιέρα κάπου στη «μάνα του βορρά», να ψήνει καφέ και να ανοίγει την μπαλκονόπορτα να μπει το φως και να ζεστάνει τους τοίχους που χθες έγιναν μάρτυρες του έρωτά μας. Κοιμάσαι σαν μωρό και η γύμνια σου με κάνει να αναρωτιέμαι αν θέλω να σε σκεπάσω ή να χωθώ εκεί στην αγκαλιά σου και να κλέψω το άρωμά σου. Μένω εκεί, στην πόρτα να σε κοιτάζω που είσαι τόσο ήρεμος και γλυκά αφημένος στον Μορφέα. Θέλω να γίνω μάνα και ερωμένη, φίλη και αδερφή. Θέλω να γίνω για σένα τα πάντα.

Χαϊδεύω τα χείλη σου και σου ταράζω τον ύπνο, μα δεν μπορώ, θέλω να τα κλέψω, να γίνουν αποτυπώματά μου, να τα ζωγραφίσω στη θύμησή μου. Να τα πάρω μαζί μου, μαζί με το γέλιο σου. Τα βλέφαρά σου κλείνουν ερμητικά το χρώμα σου, μα εγώ κρατάω μόνο το βλέμμα σου, εκείνο που γέμισε δάκρυα όταν σου είπα πόσο σ’ αγαπώ.

Τι σημασία έχει πόσο κρατάει κάτι; Όταν του δίνεις ζωή και το κάνεις δικό σου, η διάρκεια όση κι αν είναι, ποτέ δε θα είναι αρκετή. Πονάει ο χωρισμός και ποτέ οι λέξεις ή οι συνθήκες δεν μπορεί να είναι ιδανικές. Όμως υπήρξαμε. Δεν το αφήσαμε να περάσει από δίπλα μας. Το γευτήκαμε. Το σκοτώσαμε; Μπορεί. Το σιωπήσαμε; Μπορεί. Το θάψαμε; Μπορεί επίσης. Η έλλειψη του σημαίνει ότι η μνήμη μας θα το κρατάει δικό της. Κτήμα της. Είσαι παρόν και θα είσαι, γιατί εγώ το θέλω.

Μου θύμησες τον έρωτα, τη ζωή, τη γεύση. Κοντά σου περπάτησα την πόλη μου και τη δική σου. Στη χούφτα σου ζεστάθηκε το είναι μου και στο λακκάκι του λαιμού σου πνίγηκε κάθε μου δάκρυ. Η μουσική σου έντυσε τους ήχους μου και οι εικόνες σου φωτογράφισαν όσα κοιτούσαν τα δυο μου μάτια. Μέθυσα με το κρασί σου και με το φιλί σου.

Έγινα η ανάσα σου και το κορίτσι σου. Μαγεύτηκα με την αλήθεια σου γιατί ήταν το παραμύθι μου. Έγινες ο άνθρωπός μου. Ο καθρέφτης του εαυτού μου και των πιο τρελών επιθυμιών μου. Μαζί σου δε χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσω υπότιτλους και επεξηγήσεις. Βρήκα όσα η ψυχή μου αναζητούσε στο ταξίδι της στο χρόνο. Σε γνώρισα και τώρα έχω κάτι για να λέω πως είμαι πολύ τυχερή. Πόσοι άνθρωποι νομίζεις ότι βρίσκουν το ιδανικό τους σ’ αυτή τη ζωή;

Όχι, δεν είμαστε μαζί και ξέρουμε και οι δυο ότι δε θα είμαστε γιατί όπως λέει κι ένα βιβλίο «οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό». Ζήλεψα το πριν από μένα και ζηλεύω το μετά από μένα, μα έκλεψα τις στιγμές σου και αυτές μου ανήκουν. Τις τυλίγω σε κόκκινο βελούδο και τις κάνω δικά μου κειμήλια για να τις κρατάω σαν μωρό μέσα στα ροζιασμένα χέρια μου ως το τέλος μου.

Πονάω;  Ναι, καλέ μου, πονάω. Μασκαρεύομαι και συμμαζεύω τα κομμάτια μου και συνεχίζω να χτίζω πάλι από την αρχή. Μια αρχή που με έσπρωξες εσύ να κάνω για να βρω τον εαυτό μου και να έχω κάτι δικό μου για τον απολογισμό από τούτο που λέμε ζωή.

Σ΄ ευχαριστώ, για όσα με κάνουν ακόμη να σε αγαπάω. Ακόμη και τώρα το μπορώ και δε νιώθω αδύναμη. Νιώθω δυνατή και γενναία που μπορώ να τα βάζω με τον εαυτό μου και να τον νικάω κάθε μέρα.

Κι όποτε νιώθω μόνη μου, φεύγω. Παίρνω χαρτί και μολύβι, βάζω τις μουσικές μας στα ακουστικά, παραγγέλνω τους καφέδες μας στην ταράτσα μας στο Θησείο και ζω το όνειρο από την αρχή. Όλοι γύρω μου σε περιμένουν, μα εγώ όχι πια. Απλώς, παραγγέλνω για δύο γιατί το φλιτζάνι μου δεν αντέχει τη μοναξιά. Του λέω να συνηθίσει, μα εκείνο αρνείται κατηγορηματικά. Μη φοβάσαι, όμως σιγά-σιγά θα πειστεί κι αυτό.

Κάπου διάβασα πως αν σε ερωτευτεί  άνθρωπος που γράφει, μένεις αθάνατος. Έτσι, είναι. Μέσα από τις λέξεις μου θα μένεις πάντοτε ζωντανός κι ας μην υπάρχεις πλέον στο παρόν μου γιατί αυτή είναι η υπέρτατη τιμή που μπορώ να αποδώσω σε κάποιον που κρατάει στα χέρια του την καρδιά μου.

Άρχισα να χαμογελάω και πάλι, να ζω και να ανασαίνω μέσα στην τρέλα της μελαγχολίας μου. Αυτής που κρύβω προσεχτικά κάτω από το τραπέζι που συνηθίζω να κρύβομαι κάθε φορά που θέλω να το σκάσω από κάπου που βαριέμαι. Εκεί μόνο μου επιτρέπω να συναντιέμαι μαζί σου, στο κρησφύγετό μου. Άλλωστε πάντοτε όλα τα δικά μας «κάτω από το τραπέζι» έζησαν. Εκεί που καταφεύγουν τα παιδιά για να γλυτώσουν. Έτσι κάνω κι εγώ, αφού στα χέρια σου έγινα πάλι παιδί. Μ΄ αυτή την παιδικότητά μου σου χαμογελάω και σου στέλνω την αγάπη μου να γίνει άγγελός σου και φυλαχτό σου.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή