Σκηνές έρωτα, αγκαλιές, φιλιά και χάδια να γίνονται έμπνευση και πρότυπο αναζήτησης του παρόμοιου. Να θες, να τολμάς, να διώχνεις και να απορρίπτεσαι κι ύστερα όλα πάλι απ’ την αρχή. Πλεγμένα χέρια, σάρκες ακουμπισμένες δίπλα-δίπλα, σε μια προσπάθεια ανταλλαγής συναισθημάτων, ονείρων και προσδοκιών. Ζευγάρια να περπατάνε στο κάπου και να ρουφάνε βλέμματα και χείλη. Φάσεις ζωής που σε ακολουθούν στο μεγάλωμα και στην ωρίμανσή σου.

Ακόμη κι αν ποτέ δεν το πίστευες πως θα σου συμβεί, έρχεται εκείνη η μαγική στιγμή που παύεις να ζηλεύεις τα ερωτευμένα ζευγάρια. Νιώθεις θαυμασμό, νοσταλγία και μια γλύκα σαν να λιγώνεται όλο σου το κορμί με την εικόνα τους. Χαμογελάς και νιώθεις ευτυχία που η ζωή εξακολουθεί να χαρίζει έρωτα στους ανθρώπους. Χορτασμένος από συναισθήματα, εικόνες κι εμπειρίες, δεν αρνείσαι το παρακάτω, μα δεν αγωνιάς πλέον γι’ αυτό.

Κάθεσαι σ’ ένα μικρό καφέ σε μια γωνιά της πόλης και γίνεσαι ακούσια θεατής του ωραιότερου συναισθήματος στον κόσμο. Χαζεύεις την τρυφερότητα και την άνευ όρων παράδοση δυο ανθρώπων στον φτερωτό θεό και πλημμυρίζεις ευτυχία. Το έζησες, το ζεις ακόμη κι ίσως έχεις για πάντα κάτι να θυμάσαι. Κάτι που δε θα καταφέρει κανείς να στο κλέψει και να στο χαλάσει. Αυτό το κάτι που σε κάνει να μη ζηλεύεις τούτη τη θέα.

Κι αν λίγο κομπάσεις δεν είναι γιατί λυπάσαι, μα γιατί κατάφερες έστω και για μια φορά στη ζωή σου να νιώσεις κάτι τόσο δυνατό που έκανε σώμα και ψυχή να μουδιάζει σ’ ένα άγγιγμα. Κι αν ανατριχιάσεις λίγο όταν δεις φιλιά γεμάτα πάθος, δεν είναι γιατί κρυώνεις ούτε γιατί πονάς, είναι γιατί βρίσκεις το θάρρος να θυμάσαι πώς ένιωσες όταν τυλίχτηκαν για πρώτη φορά τα χέρια του δικού σου ανθρώπου γύρω σου.

Συνεχίζεις να ρουφάς τον καφέ σου και γίνεσαι λάτρης της μυρωδιάς του έρωτα. Μα έχει άρωμα ο έρωτας, αναρωτιέσαι; Κι όμως, να που έχει. Μοιάζει λίγο με γιασεμί και γαρδένια στη γέννησή του και με αποξηραμένο τριαντάφυλλο στο θάνατό του. Σαν κι αυτό το τριαντάφυλλο που έχεις κλείσει για σελιδοδείκτη στο σημειωματάριο που κουβαλάς πάντα μαζί σου από εκείνο το κάποτε.

Το βγάζεις πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι κι αρχίζεις να ζωγραφίζεις με λέξεις τούτο το υπέροχο θέαμα που γεμίζει τα μάτια σου. Κανένας εγωισμός, καμιά πικρία, ούτε ίχνος ζήλιας. Μόνο ένταση που οδηγεί το μελάνι σου να δώσει ζωή με το άλικο χρώμα του στις άδειες γραμμές και να κρύψει τον έρωτα δυο ανθρώπων που διάλεξαν να κάτσουν ακριβώς μπροστά σου σήμερα. Ίσως τυχαία, ίσως μελετημένα, ίσως γιατί ενστικτωδώς ήξεραν πως εσύ θα γινόσουν ο καλύτερος μάρτυρας των όσων κουβαλούν μέσα τους και τα εναποθέτουν σ’ αυτό το φιλί που μοιάζει τόσο με εκείνο που γεύτηκες κι εσύ.

Χορταίνεται ο έρωτας άραγε; Μπορείς ποτέ να πεις «δε θέλω άλλο»; Μπορείς να του ξεφύγεις και να του κλείσεις την πόρτα λέγοντας απλώς τη φράση «δώσαμε»; Δεν είναι η πραμάτεια κάποιου πλασιέ ο έρωτας, δεν πουλιέται, δεν αγοράζεται, δε δανείζεται και δεν επιστρέφεται. Μόνο φωλιάζει και γίνεται ένα με σένα. Σε ανασταίνει και σε ρημάζει μα πάντα καταφέρνει να σου προκαλεί το θαυμασμό ακόμη και στο φευγιό του.

Τους κοιτάς για λίγο ακόμη. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Πώς να τις χωρέσεις σε άψυχα χαρτιά; Πώς να εξηγήσεις τα δικά σου συναισθήματα για όσα βλέπεις, για όσα θυμάσαι, για όσα κρατάς κλειδωμένα; Κοκκινίζει η σελίδα σου και το τριαντάφυλλό σου μετακομίζει μια θέση πιο κάτω σκορπώντας ακόμη και τώρα κάτι απ’ την ξεχασμένη μυρωδιά του.

Μπροστά σου τώρα γίνονται όλα μια αγκαλιά. Ακούγεται ένα «για πάντα» κι έπειτα ένα «ποτέ». Αδικημένες λέξεις που τις ξορκίζουν άλλοτε το ψέμα κι άλλοτε η αλήθεια. Ένα ακόμη χαμόγελο σου ξεφεύγει μα τούτη τη φορά έχει για μουσική υπόκρουση τον αναστεναγμό σου.

Άθελά σου παύεις να γράφεις και σχεδιάζεις έναν ήλιο.  Έναν κατακόκκινο ήλιο όπως το καλοκαίρι που ψάχνει ο καθένας μας, όσο γεμάτος κι αν έχει υπάρξει. Έναν ήλιο που αφήνεις για υπογραφή σου στη σημερινή σου εξομολόγηση. Σύμβολο του ξημερώματος και της αρχής, της ζεστασιάς και του φωτός.

Έναν ήλιο που κι αν για σένα έδυσε, έχει κάθε μέρα το δικαίωμα να ανατέλλει θυμίζοντας κάτι από ευτυχία.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη