Σε γυρεύω. Εκεί που δε θα μάθω ποτέ πώς κρύφτηκες. Ανάμεσα σε βλέμματα και σε αγγίγματα, ανάμεσα σε δάκρυα και σε χαμόγελα. Σε γυρεύω, στους δρόμους που τριγυρίζω σαν περιπλανώμενη. Σ’ εκείνο το φανάρι που μου σταματάει τη διαδρομή. Στη μελωδία που μου χαϊδεύει τ’ αυτιά. Στα μηνύματα που κρύβω στα συρτάρια.

Σε ξέχασα κι όμως ακόμη σε αναζητώ. Στον απόηχο της μοναξιάς και στη βαβούρα της όποιας παρέας, υπάρχει πάντα η δική σου στιγμή του απόλυτα κενού μου βλέμματος. Εκείνο που βυθίζω στο ποτήρι που βρέχει τα χείλη μου, εκείνο που σκοτεινιάζω στην καύτρα απ’ το τσιγάρο μου.

Αναζητάω εκείνο το χτύπο που μου θύμισε πόσο ζωντανή ήταν ακόμη η καρδιά μου κι ας την είχα ξεχασμένη, αναζητάω το σοκάκι που θα μυρίζει ακόμη το φιλί σου. Σε μικρές εικόνες καθημερινότητας που έτυχε να μοιραστούμε, ψαχουλεύω και ζητιανεύω τα μυστικά περάσματα που οι αναμνήσεις θα με αφήσουν να το σκάσω αλώβητη.

Σε γυρεύω σε κάθε σκληρή μου αυτοκριτική που ορθώνεται μπροστά μου κάθε που σε φέρνω στο νου μου. Σε ξένα σώματα και διαφορετικά αρώματα που σου υποσχέθηκα πως θα γνωρίσω για να σε ξορκίσω. Εμμονικά προχωράω και σε διώχνω κάθε που σε αναπολώ κι όμως η άτιμη καρδιά δε με λογαριάζει.

Δεν ήσουν εκείνο το «πολύ» μα ίσως ήταν το «λίγο» σου που ποτέ δε μου ήταν αρκετό. Δε σε χόρτασα και τώρα τα κομμάτια που μου λείπουν δεν ξέρω αν όντως υπήρξαν κάποτε ή απλώς ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Αν με ρωτήσεις, ναι, σε ξέχασα μα θυμάμαι τον τρόπο που γελούσες, το ύφος που με κοιτούσες, θυμάμαι τον εαυτό μου ευτυχισμένο όσο ποτέ. Και τελικά δεν είναι σίγουρο αν αναζητάω ακόμη εσένα ή εμένα όπως ήμουν κοντά σου.

Δε σε θέλω εδώ, όμως σε μπερδεύω πολλές φορές με τους περαστικούς κι ακούω τις ατάκες σου από ξένα χείλη που μου θυμίζουν τα δικά σου. Είναι κι εκείνο το γλυκό που όλο το βλέπω στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου και λιγώνομαι όπως εκείνο το βράδυ που προσπαθούσες να με πείσεις να το δοκιμάσω. Είναι κι εκείνα τα μικρά σκαλάκια κάπου στο κέντρο που βάζαμε τις πινέζες μας στους χάρτες για να μη χαθούμε. Δε σε θυμάμαι κι όμως όπου κι αν πάω πάντα κοιτάζω σαν να περιμένω κάτι ή κάποιον ή απλώς εσένα.

Ίσως δεν αναζητάω τη μορφή σου μα το μυαλό σου που με βοηθούσε να ολοκληρώνω ή να διατυπώνω τις σκέψεις μου. Πιάνω τον εαυτό μου να γυρίζει κάποιες φορές σα να θέλει να σου μιλήσει για εικόνες και συναισθήματα. Να θέλει να μοιραστεί μαζί σου εκείνη τη μαγεία των στιγμών. Δεν είσαι στα πρόσωπα που με συντροφεύουν ίσως γιατί δεν ήσουν ποτέ πρόσωπο. Υπήρξες σαν ιδέα, σαν συναίσθημα, σαν ήχος, σαν χάδι, σαν βλέμμα μα όχι σαν πρόσωπο.

Δεν αναζητάω τη μορφή σου, ψάχνω εκείνη τη λέξη που μου λείπει από την πρόταση για να βάλω την τελεία. Ψάχνω εκείνο το «μπορώ» που μου λείπει απ’ τις αδύναμες στιγμές μου για να δώσω τις μάχες μου. Ψάχνω εκείνη την ουσία που μου λείπει από κάθε γεύση που δοκιμάζω για να πω ότι χόρτασα.

Ψάχνω, αναζητάω, γυρεύω. Όλα τα μισά σου που μου έστελνες για να ολοκληρώσω, όλες τις άτονες εικόνες σου για να δώσω χρώμα, όλα τα ερωτηματικά σου που μου ζητούσαν απαντήσεις κοιτώντας με στα μάτια σαν μικρό παιδί.

Δε σε θυμάμαι και δε θέλω να σε ξαναδώ. Μουτζουρώνω ευλαβικά το πρόσωπό σου από τις μνήμες μου, σκεπάζω ως επάνω τη γύμνια του κορμιού σου κι αρνούμαι να σε θυμηθώ. Μα τι κι αν τα μάτια μου δε σε ψάχνουν πια, τι κι αν δε σε γυρεύει το σώμα. Υπάρχουν πάντα εκείνα που κατάφερες να ριζώσεις μέσα μου και θρέφονται με όσα κατάφερα να δημιουργήσω εξαιτίας σου. Και πες μου πώς να τα σκοτώσω χωρίς να προκαλέσω την ολική καταστροφή μου; Αυτά σε αναζητούν, αυτά μου μιλούν για σένα στο φως και στο σκοτάδι κι είναι η καλύτερη παρέα.

Κι αν η αναζήτηση μια μέρα σταματήσει, δε σημαίνει τίποτε. Δε θα θυμάμαι και δε θα ψάχνω, μα αυτό δε θα σημαίνει τίποτε παρά μόνο πως όσα γέννησες μέσα μου γίνανε μεγαλύτερα απ’ την απουσία σου και μπορούν να με αγκαλιάζουν και να με κάνουν να χαμογελάω όπως έκανες εσύ κάποτε.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη