Τρόμαξα όταν κατάλαβα όσα ένιωθα για σένα. Αφέθηκα στα συναισθήματά μου απ’ την πρώτη στιγμή, πριν καλά-καλά τα επεξεργαστώ κι εγώ η ίδια. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μαζί σου. Εγώ κι εσύ, αυτό που οι άλλοι ονομάζουν «σχέση». Δε φοβήθηκα. Δεν τράβηξα πίσω. Αποφάσισα πως ήθελα να το ζήσω.

Όσο, όμως, ο καιρός περνούσε, άρχισα να βλέπω πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Ο ενθουσιασμός είχε πια αποχωρήσει κι αυτό που αντίκρισα με απογοήτευσε. Το ομολογώ τώρα, μιας και πριν δεν είχα το κουράγιο. Βλέπεις, ο έρωτας τυφλώνει και σου στερεί τη δύναμη να αντικρίσεις τα ολοφάνερα.

Θυμάμαι όλα αυτά σε μένα που ήθελες να αλλάξεις. Από έρωτα κι εγώ προσπάθησα να με αλλάξω. Τι σου κάνει η καψούρα, ε; Τίποτα δε σου άρεσε. Τίποτα δε σε ευχαριστούσε. Εγώ πονούσα που έδιωχνα κάθε φορά κι ένα κομμάτι μου κι εσύ χαιρόσουν με τις αλλαγές που έβλεπες. Έλεγες πως όλες οι σχέσεις απαιτούν θυσίες, μα δεν ήξερα πως για αυτές τις θυσίες έπρεπε να στερηθώ όσα με έκαναν να χαίρομαι.

Για σένα ήταν όλα λάθος, για μένα ήταν κομμάτια μου κι αυτό δεν το κατάλαβες ποτέ. Δεν προσπάθησες να με δεχτείς γι’ αυτό που ήμουν. Ίσως η πρόθεσή σου να μην ήταν να αλλοιώσεις τον χαρακτήρα μου, όμως, ήθελες σίγουρα να στερηθώ πράγματα που αγαπούσα!

Τα έκανες όλα στο μυαλό μου να μοιάζουν λογικά. Και τώρα σε ρωτάω, προσπάθησες έστω και λιγάκι να με γνωρίσεις, να με αγαπήσεις και να δεχτείς κάποια από αυτά που κουβαλούσα ως δικά, αυτά που εσύ ονόμαζες ελαττώματα; Δε νομίζω. Ή τουλάχιστον –τώρα πια που βλέπω με τα μάτια κι όχι με την καρδιά– δεν το είδα ποτέ.

Θυμάμαι να πιάνω τον εαυτό μου πολλές φορές να αναρωτιέται γιατί να θες να αλλάξεις τόσα πολλά σε μένα. Σκεφτόμουν μήπως ήμουν τόσο λάθος κι εσύ τόσο σωστός. Με έβγαζα υπερβολική, αλλά δεν ήμουν. Δε δεχόμουν απλά να δω καθαρά. Τα μάτια σφιχτά δεμένα σε μια τυφλόμυγα έρωτα κι η λογική να μην έχει καμία θέση ανάμεσα στα συναισθήματα.

Σε άκουγα να μου μιλάς για όλα αυτά που σε ενοχλούν κι εγώ απλά έσκυβα το κεφάλι. Σε άκουγα να τα κρίνεις όλα. Σε άκουγα να με προσβάλλεις, όταν κάτι δεν πήγαινε όπως το ήθελες. Και δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Φοβόμουν την αντίδρασή σου. Φοβόμουν τα λόγια σου που ίσως να με πλήγωναν περισσότερο. Δεν είχα τη δύναμη. Κι ακόμη και τώρα που τα αναγνωρίζω  δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να στα πω όλα.

Τα λόγια σου επιθετικά κι απόλυτα, μαχαιριές. Ό,τι κι αν σου έλεγα είχες τον τρόπο να το αντιστρέψεις. Ήθελες να έχεις πάντα δίκιο, σε όλα. Κατάντησα ένα ρομπότ, να λέω όσα θες να ακούσεις και να κάνω όσα θες να δεις. Καμία βούληση και καμία σκέψη για σωστά και λάθη ή ακόμη χειρότερα καμία επιθυμία. Οι μόνες σκέψεις στο μυαλό μου δεν ήταν άλλες παρά μόνο το τι θες να δεις εσύ από μένα.

Δε σε αδικώ ούτε σε κατηγορώ απόλυτα. Το επέτρεψα να συμβεί κι όταν επιτέλους το συνειδητοποίησα, δεν αντέδρασα, δεν είχα καν τα κότσια να φύγω μακριά. Αυτό, όμως, που ενοχλεί περισσότερο είναι πως τόσο καιρό δεν κατάλαβες πόσο πονούσα μέσα σε όλο αυτό. Γιατί απλά δεν ενδιαφέρθηκες. Προσποιούσουν πως όλα είναι καλά κι όλα πάνε ρολόι. Ήξερες όμως. Αυτό θέλω να πιστεύω, πως έστω και λίγο με ήξερες.

Όσα κέρδισα από αυτή τη σχέση –γιατί για να είμαι ειλικρινής, από εμπειρίες και μαθήματα άλλο τίποτα μαζί σου–, άλλα τόσα έχασα. Με αγάπησες –το παραδέχομαι– αλλά όχι απόλυτα. Τα «ελαττώματά» μου –όπως ονόμαζες ό,τι δε σου έκανε– ήταν μια μόνιμη σκιά στη σχέση μας. Μια σταθερή αφορμή για εντάσεις. Μια ακόμα μάχη που ήθελες να κερδίσεις.

Τώρα που τα πήρες όλα δεν έμεινε πια κάτι άλλο, σε βγάζω απ’ τον κόπο κι αποχωρώ. Πάω να ενώσω τα κομμάτια μου.

Συντάκτης: Άντρια Χατζηθωμά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη