Καιρός ήταν να καθαρίσω λίγο, να βάλω κάτι παλιά βιβλία με παραμύθια σε κούτες και να τα ανεβάσω στη σοφίτα. Να τα ξεφορτωθώ από μπροστά μου, να μην μου τρώνε χώρο στο σπίτι και να μη με εμποδίζουν στις δουλειές μου. Ήταν και πολλά τούτη τη φορά και βαρύ το κουτί. Ήθελε προσοχή την ώρα που ανέβαινα τις σκάλες μη μου πέσει και τα σκορπίσω. Άντε μετά να τα ξαναμαζεύω.

Μπήκαν στη θέση τους λοιπόν κι αυτά, εκεί στο τέρμα βάθος, στη γωνία, στο σκοτάδι, να μην εμποδίζουν ούτε καν όταν ανεβαίνω στη σοφίτα, και γύρισα να φύγω.

Κατεβαίνοντας πάλι όμως, δίστασα. Σαν να λαμπύρισε λίγο κάτι και σταμάτησα να το δω. Εκείνη η παλιά σου κλασική κιθάρα. Εκείνη που μου άφησες να προσέχω όταν έφυγες. Σαν μια παλιατζούρα πετάμενη σε μια γωνία, το χρώμα της δε φαινόταν απ’ την πολλή σκόνη -μόνο σε ένα σημείο, σε μια χορδή, που ένας Θεός ξέρει πώς, είχε καταφέρει να μείνει πεντακάθαρη και γυαλισμένη.

Και βλέποντάς την τώρα, στο βάθος της σοφίτας, σκονισμένη και κρυμμένη στο σκοτάδι, ντρέπομαι. Πώς την άφησα να καταντήσει έτσι; Μα να μην ανεβαίνω να τη ξεσκονίζω πού και πού; Ξεκούρδιστη είναι πάλι, το ξέρω και χωρίς να την πιάσω στα χέρια μου. Αλλά και τι να κάνω; Δε μου έμαθες ποτέ να τη κουρδίζω. Την ακουμπούσα πολύ προσεκτικά πάντα, φοβούμενη ότι θα τη χαλάσω.

Κι όταν έπαιζες εκείνο το -πώς το’ λεγες να δεις, κάτσε, θα το θυμηθώ- «άρπισμα» ήταν λες και σώπαιναν Θεοί και δαίμονες στο μυαλό μου. Δεν το παίζεις άλλη μία να ξεχαστώ λίγο; Έχει περάσει καιρός και δε θυμάμαι τον ήχο. Είναι ένα τραγούδι που έχει μια παρόμοια μελωδία στην αρχή, βάζω και το ακούω καμιά φορά. Κάτι να ξεγελιέμαι, κάτι να θυμίζει αυτή την ηρεμία.

Παράπονο δεν έχω, μου έκανες πάντα το χατίρι όταν το ζητούσα. Ίσως και να ήξερες εσύ από τότε αυτά που έμαθα εγώ μετά από χρόνια. Ίσως και να καταλάβαινες αυτά που εγώ δεν έπαιρνα είδηση. Είχες καλύτερη αντίληψη από μένα σε μερικά πράγματα. Έβλεπες πάντα αυτά που η ξεροκεφαλιά μου δε με άφηνε να δω. Πάντα ήσουν πολύ πιο σοφός απ’ την ηλικία σου.

Ακόμα κι οι σιωπές σου είχαν τόσο βάθος που η ηχώ τους ήταν εκκωφαντική στα αυτιά μου. Δεν τις καταλάβαινα και προσπαθούσα με φλυαρίες να τις γεμίσω. Ηλικιωμένος νέος. Παλιά ψυχή. Μετρημένα και τα λόγια κι οι σιωπές σου. Σαν τραγούδι γραμμένο να παιχτεί ειδικά από εκείνη την παλιά σου κλασική κιθάρα.

Κάτσε λίγο, να την κατεβάσω. Να τη γυαλίσω και να καθαρίσω προσεκτικά κάτω απ’ τις χορδές. Θα την τρίψω και με το πανί, να μη μείνουν δαχτυλιές. Και θα τη στήσω εκεί δίπλα στο γραφείο μου, να την προσέχω, να την έχω από κοντά. Να την κοιτώ καμιά φορά την ώρα που γράφω, να περνώ τα δάχτυλά μου πάνω απ’ τις χορδές -τώρα που δε με βλέπεις- να βάζω τις σκέψεις μου σε μία τάξη. Θα προσπαθήσω και να θυμηθώ τον ήχο, να φέρω το «άρπισμά» της πάλι στο μυαλό μου.

«Γράψε» μου έλεγες. «Μη μου τα λες, κάτσε κάτω και γράψε τα όλα. Μην πάει τίποτα χαμένο, μην ξεχάσεις.» Και γελούσα τότε. Εγώ; Να ξεχάσω; Εγώ που και να θέλω, δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα; Αλλά ναι, χρόνια μετά, σε άκουσα. Είχες δίκιο. Γιατί ξέχασα. Ξέχασα εκείνη την παλιά σου κλασική κιθάρα. Ξέχασα τη μελωδία της.

Μου τη χάρισες, κι εγώ αφού δεν ήξερα να παίζω, την ανέβασα μια μέρα που είχα νεύρα πάνω στη σοφίτα –λες και μου έφταιγε αυτή– και την παράτησα. Δίπλα στην κούτα με τα παλιά μου ημερολόγια και τα σημειωματάκια σου, στα χαρτιά και στα αναμνηστικά που μάζευα από τότε. Όλα αυτά που, αφού ενηλικιωθήκαμε και γίναμε «μεγάλοι», δεν είχαν θέση πια γύρω μου και μπροστά μου.

Προχωράει η ζωή κι η ανεμελιά, τα χαζολογήματα κι οι παρτιτούρες με τα τραγούδια μπαίνουν σε κούτες και τα ανεβάζουμε στη σοφίτα. Τα παιδιαρίσματα κι οι φιλίες, αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε και γίναμε αυτοί που είμαστε τώρα, όλα μαζί εκεί, κρυμμένα από καθαρό αέρα κι ήλιο.

Εκεί τους πρέπει. Εκεί να κάθονται όλα, να σκονίζονται και να απορροφούν τη στρυφνή μυρωδιά της κλεισούρας. Γιατί δε μας ταιριάζουν πια. Γιατί πού να βρω χρόνο να θυμηθώ τη μελωδία εκείνου του τραγουδιού που έπαιζες όταν παραήμουν ήσυχη. «Έχεις τόσα στο μυαλό σου. Με αυτό θα το τυραννάς;» θα μου λέγανε οι ώριμοι και λογικοί γύρω μου. Έχω τόσα να προσέχω, τόσα να θυμάμαι, τόσα να κάνω καθημερινά. Με παλιές κιθάρες απ’ την εφηβεία θα ασχοληθώ; Κι όμως, αυτές αξίζουν.

Κάποια βράδια, ξέρεις, που το μυαλό ουρλιάζει κι οι σκέψεις θέλουν να εκραγούν, ψάχνω να βρω ένα νανούρισμα μπας και κοιμηθώ ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο μου, κάτι σαν να μου έρχεται, κάτι σαν να ακούω, γρήγορα όμως χάνεται ανάμεσα στις αναπνοές που ακούγονται δίπλα μου.

Κι αν πέρασαν τα χρόνια κι αλλάξανε οι καιροί κι οι δρόμοι χωρίστηκαν, δεν πειράζει, μαζί μου θα την πάρω όπου πάω. Θα την κρατήσω εκεί δίπλα στο γραφείο μου. Δεν την ανεβάζω ξανά στη σοφίτα να σκονίζεται ξεχασμένη.

Ντροπή μου που δεν την εκτίμησα τότε. Ντροπή μου που την άφησα έτσι και δεν κατάλαβα την αξία της. Ντροπή μου που πέρασε τόσος καιρός να τη θυμηθώ. Ντροπή μου που ποτέ δε σου είπα ευχαριστώ. Χρόνια σου το χρωστάω.

Έλα κάτσε λίγο, εδώ δίπλα κάπου και παίξε κάτι να τα θυμηθώ όλα. Να πεις και κείνο το τραγούδι, να ξαναγίνουμε για λίγο έφηβοι. Να μας φανούν πάλι τα μικρά, μεγάλα και να ξεχάσουμε, έστω για όσο κρατά το άρπισμα, αυτά που κάνουν θόρυβο και δε μας αφήνουν πια να το θυμόμαστε.

Κάτσε, παίξε κι εγώ υπόσχομαι ότι δε θα την ξεχάσω ξανά, θα τη φροντίζω και δε θα την παραμελώ πια.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη