Η ώρα τρεις. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται, αλλά είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος.

Η ώρα του διαβόλου, λένε. Και να γιατί -ό,τι δεν έχει σώμα στο φως της ημέρας, τα άυλα και τα αερικά, βγαίνουν να κάνουν τη βόλτα τους μόλις πάει η ώρα 12. Θεοί και δαίμονες, οι δικοί σου θεοί και δαίμονες, βγαίνουν παγανιά. Έρχονται και σου χτυπούν την πόρτα κάτω απ’ τον μανδύα της νύχτας και ζητούν να σου κρατήσουν παρέα.

Φωνές κι εικόνες, που άλλες φορές έρχονται με την έμπνευση παραμάσχαλα, άλλες έρχονται να σε τρομοκρατήσουν, μόνο και μόνο για να εξαφανιστούν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, με το χάραμα. Ζητούν την προσοχή σου. Την απαιτούν μιας και κανείς δεν τις ακούει και δεν τις βλέπει -παρά μόνο εσύ, τέτοια ώρα.

Δε μιλάω για υπερφυσικές μαλακίες -που πάντα θα υπάρχει αντίλογος για το αν όντως υπάρχουν ή όχι. Ούτε είμαι καμιά πονεμένη ρομαντική ψυχή, που ψάχνει να ξεράσει πεταλούδες στο χαρτί γιατί «ο έρωτας ζει τη νύχτα». Οι βιδούλες μου είναι όλες στις θέσεις τους και τις έχω σφίξει με δραπανοκατσάβιδο, οπότε κι οι φαρμακευτικές αγωγές περιττεύουν. Όχι, εγώ μιλώ για την αληθινή νύχτα, αυτή που τη ζεις στο πετσί σου και δε σε αφήνει να τη σπαταλήσεις σε ανούσιες παρουσίες και ηλίθιες κουβέντες. Για τις νύχτες αυτές που έρχονται να σε συνταράξουν και, στην ουσία, να σε ξυπνήσουν.

Δεν κοιμάμαι πάλι. Σπανίως, βέβαια, κοιμάμαι τέτοια ώρα. Και παρ’ όλο που λέω συνεχώς ότι θέλω να το αλλάξω αυτό το παρανοϊκό καθεστώς (έλλειψης) ύπνου, υπάρχει ένα κομμάτι μου που δε θα αποχωριζόταν αυτήν την επιλεκτική αϋπνία για όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ούτε καν για τον έρωτα.

Όσο ο υπόλοιπος κόσμος κοιμάται βαθιά τον ύπνο του δικαίου κι όλα έχουν τελειώσει για απόψε, εγώ παραμένω ξύπνια και απορροφώ τα πάντα γύρω μου. Σε αυτή την απόλυτη ησυχία τριγύρω, στην ακινησία όλου του κόσμου, λες κι έχει πατηθεί για μερικές ώρες ένα pause στον χρόνο, μου δίνεται μια στιγμή να ανασάνω και να τα βάλω όλα σε σωστή οπτική. Υστερικά προγράμματα και χαοτικοί ρυθμοί, ευθύνες κι η ζωή η ίδια, κάνει ένα διάλειμμα για να ξεκουραστεί όλος ο υπόλοιπος κόσμος και να καθίσω επιτέλους κάτω, να τα βάλω όλα σε μια σειρά μέσα μου.

Αν δεν το έχεις ζήσει, δε θα καταλάβεις. Μερικές νύχτες ζηλεύω τη λήθη και τον ήρεμο ύπνο σου. Όχι, όμως, απόψε.

Τολμώ να πω ότι είναι επικίνδυνο πράγμα να μένεις μόνος σου με τον εαυτό σου. Τα πάντα -καθετί σχετικό όχι μόνο με τη μέρα που έχει μόλις τελειώσει, αλλά με όλη σου τη ζωή- έρχονται στην επιφάνεια και ζητούν τη προσοχή σου, τη φροντίδα σου και την αποκλειστική αφοσίωσή σου. Η ίδια σου η ύπαρξη, η ψυχή σου, απαιτεί την ίδια προσοχή που θα έδινες σε έναν άνθρωπο που πραγματικά αγαπάς.

Κι αν δε σου κάθεται καλά η ιδέα αυτή, έμπλεξες.

Γιατί κατά τη διάρκεια αυτών των φαινομενικά λιγοστών ωρών, όλα όσα έχεις κάνει λάθος κι όλα όσα έχεις κάνει σωστά, όλες σου οι αμφιβολίες κι οι ενοχές, όλες σου οι αναμνήσεις, οι ελπίδες, τα όνειρα κι οι επιθυμίες, περνούν για ένα ποτάκι. Είναι γεμάτο το σπίτι κι είσαι εσύ ο μοναδικός οικοδεσπότης της μάζωξης.

Κι αν δεν μπορείς να το διαχειριστείς αυτό, καλύτερα κοιμήσου με τις κότες. Δεν έχεις τα απαιτούμενα αρχίδια για τη νύχτα κι όλα όσα έχει να σου δώσει. Ούτε θες να τα αποκτήσεις.

Οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις γίνονται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συνειδητοποιείς τι έχεις κάνει λάθος και τι σωστά, τι δε θες και ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιθυμίες σου, ποιος σου λείπει –και σε ποιον λείπεις επίσης–, έρχεσαι να δεις τον εαυτό σου γυμνό μπροστά σε έναν καθρέπτη που δε δέχεται τα ψέματα που λες στον εαυτό σου στο φως της μέρας. Δε σου επιτρέπει το σκοτάδι να εθελοτυφλείς, να ονειροβατείς και δε σου δίνει κανένα συγχωροχάρτι. Η περίοδος χάριτος δεν είναι τώρα, φίλε μου. Ρίξε μια ματιά και δες την αλήθεια σου.

Μνήμες, αισθήματα κι αισθήσεις, που θα καίγονταν και θα γίνονταν στάχτη στις ακτίνες του ήλιου, σαν να ξεθαρρεύουν και βγαίνουν να σου θυμίσουν την ύπαρξή τους. Έρχονται χέρι χέρι με τους δαίμονές σου και μαζί, παίρνουν σειρά διεκδικώντας τις σκέψεις σου. Ακόμα κι αυτά έχουν κάτι να σου πουν, αν δώσεις σημασία. Με ειρωνεία και σαρκασμό, σε μια φωνή βγαλμένη, λες κι από κάποιον εφιάλτη που δεν είδες μιας και δεν κοιμήθηκες, έρχονται να σου μιλήσουν, να σου υπενθυμίσουν εκείνα που επιλέγεις να ξεχνάς. Είναι εκεί να σε σώσουν από τα σπασμένα κομμάτια που έχουν μείνει μέσα σου. Τα παίζουν σαν να παίζουν κάποια μελωδία σε χορδές κιθάρας κι, αν ακούσεις προσεκτικά, οι νότες τους θα σου γιατρέψουν όλες τις πληγές και θα σε ξυπνήσουν σε όλα αυτά τα μαθήματα που, κατά βάθος, έχεις μάθει.

Πλησιάζεις την καρδιά σου λίγο πιο θαρραλέα. Δε θα σε βλάψει αυτή τέτοια ώρα. Πονά και σε θέλει κοντά της. Σε φωνάζει και δεν έχεις κι άλλη επιλογή απ’ το να την ακούσεις. Αυτά που σου ψιθυρίζει όταν την παίρνεις αγκαλιά και κουρνιάζει, είναι μαγευτικά. Είναι εξίσου τρομακτικά. Μα πόσα περνά κι ακόμα έχει φωνή! Κι ας είναι τόσο σιγανή που μόνο στην ησυχία της νύχτας μπορείς να την ακούς. Παίρνει κι αυτή θάρρος και τρέχει, χτυπά, ονειρεύεται μέλλοντες υποθετικούς κι ελπίζει στην ευτυχία που υπόσχονται. Ζωγραφίζει εικόνες στον καμβά της και σε συναρπάζουν αυτά που βλέπεις με τα δικά της μάτια.

Έχω ανοίξει την πόρτα μου λοιπόν κι απόψε, όπως κάνω κάθε βράδυ. Θεοί και δαίμονες κάνουν βόλτες στο δωμάτιο, κάθονται δίπλα μου και γύρω μου και μου πιάνουν την κουβέντα. Τα ποτά κερασμένα από μένα. Τραγούδια παίζουν στο βάθος, μελωδίες του παρελθόντος. Τα χρώματα και τα φώτα ζωντανά, βλέπω μπροστά και κάνω όνειρα για αυτά που θα έρθουν, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Σμίγουν οι φωνές τους, μυαλό και καρδιά, παρελθόν και μέλλον, γνώση και ελπίδα, και σιγά-σιγά ανυπομονώ για το φως της νέας μέρας κι όλα όσα φέρνει.

Πήγε πέντε, κοντεύει το ξημέρωμα, αλλά έχω καλή παρέα.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου