Ακόμα ξύπνιος είσαι. Ευτυχώς που έχεις ξεφορτωθεί όλα εκείνα τα παλιά ρολόγια απ’ το σπίτι. Η απόλυτη ησυχία γύρω σου σε έχει κουφάνει. Σε έχει τρελάνει. Δε θα άντεχες αυτό το επίμονο τικ τακ απόψε. Έχει τόση ησυχία που ακούς ακόμα και την καρδιά σου να χτυπά, τον ήχο που κάνει το δέρμα της γυμνής πλάτης σου πάνω στα σεντόνια με κάθε αναπνοή σου.

Ο ύπνος αρνείται πεισματικά να έρθει κι εσύ στο κρεβάτι στριφογυρνώντας εδώ κι ώρες. Ή τουλάχιστον έτσι σου φαίνεται, τέλος πάντων. Δεν ξέρεις τι ώρα είναι. Δεν έχεις ακουμπήσει το τηλέφωνό σου για να δεις την ώρα. Φοβάσαι ότι και μόνο κοιτώντας την οθόνη, θα περάσεις τα δάχτυλά σου πάνω από μερικά ψηφία, θα υποκύψεις στον πειρασμό και θα καταλήξεις να την πάρεις τηλέφωνο.

Πώς, διάολο, γίνεται ένας άνθρωπος να σε τυραννά έτσι; Γιατί έχει τόση γαμημένη σημασία μία και μόνο συγκεκριμένη παρουσία; Πώς γίνεται αυτή η απουσία να έχει τόσο στοιχειωμένη ηχώ στα μέσα σου; Είσαι αδύναμος απόψε. Δε θα υπάρξει ύπνος κι αυτό το βράδυ· ήδη το ξέρεις, έχεις βρεθεί στο ίδιο αυτό μέρος περισσότερα βράδια από ό,τι μπορείς να μετρήσεις.

Δεν είναι η καφεΐνη στο σύστημά σου. Δεν είναι ούτε η αδρεναλίνη και το τρέξιμο της ημέρας που πέρασε και σε έχει αφήσει άυπνο και καταϊδρωμένο απόψε. Ούτε πρόκειται για έλλειψη αλκοόλ. Έχεις πάθει ανοσία και σε αυτό. Εκεί που, στην αρχή, μούδιαζε αισθήσεις και συναισθήματα και τόσο γενναιόδωρα σου χάριζε ύπνο και λήθη, τώρα λειτουργεί ως άγγελος εκδίκησης, χτυπώντας σε ακριβώς εκεί που πονάς περισσότερο, φέρνοντάς τα όλα μπροστά και κέντρο στο μυαλό σου. Ποιος ο σκοπός του να γίνεις στουπί πλέον αν το μόνο που πετυχαίνεις είναι να τα θυμάσαι όλα, όλα τα αισθήματα που προσπαθείς να θάψεις, σε οξεία ευκρίνεια;

Δε θυμάσαι καν πόσος καιρός έχει περάσει. Μπορεί να ήταν χτες και το ίδιο εύκολα θα μπορούσε να ήταν πριν από αιώνες, σε μια άλλη ζωή. Για δευτερόλεπτα σκέφτεσαι πολύ σοβαρά την περίπτωση να ήταν απλά ένα φωτεινό, εκτυφλωτικό πυροτέχνημα, ένα όνειρο θερινής νυκτός, ακριβώς καταμεσής του εφιάλτη σου. Λίγο φως στο σκοτάδι, μια μικρή περίοδο χάριτος απ’ την κόλαση που βρίσκεσαι εδώ και χρόνια.

Δε θυμάσαι το πρόσωπό της. Όχι ακριβώς. Οι εικόνες έρχονται σαν κομμάτια από παζλ, σκορπισμένο σε ένα τραπέζι στο σκοτάδι, που βάλθηκε να σε τρελάνει. Βλέπεις θραύσματα, μικρές αναλαμπές, λες κι η ταινία στο μυαλό σου έχει κοπεί και έχει καεί απ’ τον καιρό. Τα μάτια της να σε κοιτούν, μαύρες κόρες να χαζεύουν τα δικά σου μάτια, λες και απλά κοιτώντας τα, έβλεπε μέσα στην ίδια σου την ψυχή. Η μία πλευρά του προσώπου της, όταν κοιτούσε αλλού, όταν τη χάζευες και δεν το ήξερε. Μια τούφα απ’ τα μαλλιά της δίπλα στο αφτί της, μπροστά από ένα μικρό άσπρο σκουλαρίκι. Τα χείλη της και το λακκάκι που είχε στο μάγουλο, όταν σου μισοχαμογελούσε με τις χαζομάρες που της έλεγες.

Το σώμα της. Ο τρόπος που οι άκρες του μαλλιού της χόρευαν στο στήθος της όταν είχε αεράκι. Η καμπύλη της μέσης της, η γωνία του αγκώνα της, το βαθούλωμα που έκανε η κοιλιά της στο σημείο ακριβώς που ήταν η λεκάνη της. Κάθε ουλή και κάθε παλιά γρατζουνιά στα γόνατά της. Καθεμία απ’ τις ελιές που είχε σε όλο της το σώμα· όλα τα κομμάτια της που κάποτε ανήκαν σε εσένα αποκλειστικά.

Δεν καταφέρνεις ποτέ, όμως, να τα ενώσεις αυτά τα κομμάτια. Δεν μπορείς να τη δεις καθαρά. Και παρ’ όλο που προσπαθείς να μην τη σκέφτεσαι, πολεμάς το ίδιο να τη δεις κι ας είναι μόνο για ένα λεπτό. Κι ας είναι μόνο για την ηρεμία του να γνωρίζεις ότι, παρόλο που έχει φύγει, είναι ακόμα εκεί μαζί σου. Με κάποιον τρόπο.

Δε σε βοηθά και το μυαλό σου. Οι πέντε σου αισθήσεις είναι ύπουλες καθώς αποφασίζουν κι αυτές να μπουν στο παιχνίδι. Το κατάμαυρο γύρω σου, σου επιτρέπει να προσποιηθείς ότι βλέπεις τα σκούρα της μαλλιά στο μαξιλάρι δίπλα σου. Αλλά η ψευδαίσθηση διαλύεται όταν απλώνεις το χέρι σου να αγγίξεις μια τούφα. Το ελαφρύ αεράκι έξω ψιθυρίζει το όνομά σου με τη φωνή της, σου φαίνεται. Κι όπως γυρνάς το πρόσωπό σου, να το πνίξεις μέσα στο μαξιλάρι μπας και καταφέρεις να πνίξεις αυτά που έχεις γύρω σου, το άρωμά της χορεύει στη μύτη σου.

Δε θα σε άφηνε ποτέ. Αυτή δε θα σε βασάνιζε όπως βασανίζεις ο ίδιος τον εαυτό σου. Στην ασφάλεια της παρουσίας της θα είχες πέσει σε ύπνο βαθύ εδώ κι ώρα. Η αναπνοή της θα νανούριζε τις σκέψεις σου. Τα χέρια της πάνω σου θα έδιωχναν την ψύχρα που τώρα νιώθεις καθώς ανατριχιάζεις.

Αν μπορούσες απλά να τη δεις μία ακόμη φορά. Μόνο να ηρεμήσει την καρδιά σου, που απειλεί να σπάσει τα πλευρά σου απ’ τη δύναμη με την οποία χτυπά. Να μην πονά τόσο όταν χτυπά. Μόνο να ησυχάσει το μυαλό σου που ουρλιάζει. Μόνο να νιώσεις -κάτι, οτιδήποτε- και πάλι. Αν μπορούσες να τη δεις ακόμη μία φορά, δε θα την άφηνες να φύγει.

Εσύ δεν άντεξες. Εσύ δεν μπορούσες. Εσύ έφυγες. Και κλείνοντας αυτή την πόρτα πίσω σου φρόντισες να την κλειδώσεις και να χάσεις το κλειδί. Ίσως και να σε καταράστηκε. Αν το έκανε, δε θα της έριχνες κανένα φταίξιμο. Θα είχε δίκιο. Σε αγάπησε. Κι αυτό όλα της τα δικαιολογεί. Ήσουν δειλός. Τότε το είδες για ελευθερία, τώρα όμως ξέρεις. Φοβήθηκες. Κι ας μη το παραδεχτείς ποτέ σε κανέναν. Ούτε καν στον εαυτό σου στο φως της ημέρας.

Ναι, εσύ έφταιξες. Και ποια είναι τελικά η δικαιολογία σου; Τώρα που είσαι μόνος παρέα με τον εαυτό σου και το φάντασμα της παρουσίας της, της αγάπης που τόσο απερίσκεπτα πέταξες στα σκουπίδια, φαίνεται ότι το χρωστάς στον εαυτό σου να είσαι για μία φορά ειλικρινής. Τι θα πεις τώρα; Είσαι από μόνος σου δικαστής κι ακροατήριο, και μάλλον, έχεις ήδη καταδικάσει τον εαυτό σου.

Φως αρχίζει κι αιμορραγεί ανάμεσα στις πτυχές των κουρτινών. Έφτασε το ξημέρωμα. Ακόμα ένα πρωινό, ακόμα μια καινούργια μέρα. Πέρασες επιτυχώς άλλη μια νύχτα. Ήσουν δυνατός και πάλι απόψε. Δεν ενέδωσες. Δεν της τηλεφώνησες να την παρακαλέσεις να γυρίσει κοντά σου. Ο εγωισμός σου σου χαϊδεύει τα μαλλιά, περήφανος για το μικρό του σκλάβο, όσο εσύ σκέφτεσαι ότι είσαι μια χαρά -ακόμα και χωρίς αυτήν. Μαζί με τον φόβο και την ανασφάλειά σου, που σου μουρμουρίζουν αυτό το νανούρισμα που σε αποκοιμίζει απ’ την ημέρα που την εξοστράκισες απ’ το κρεβάτι σου, κοντεύεις να πείσεις και τον εαυτό σου.

Δεν τη χρειάζεσαι τελικά. Τελείωσε η νύχτα. Θα περάσεις και την επόμενη, και την μεθεπομένη το ίδιο. Θα συνηθίσεις την ήχο που κάνει το κενό που μόνος σου δημιούργησες. Θα γεμίσεις το άδειο σου κρεβάτι, την πλευρά που κάποτε ήταν δική της. Θα βρει το μυαλό σου ησυχία με το πρόσωπο κάποιας άλλης.

Καθώς γυρνάς πλευρό και τα μάτια σου ανοιγοκλείνουν μια τελευταία φορά, η παράνοια της αϋπνίας σου τελειώνει, κοιτάς την πόρτα του δωματίου.

Στέκεται εκεί, στην πόρτα, τα μακριά σκούρα μαλλιά της καλύπτοντας το στήθος της, το λευκό νυχτικό της, αυτό που φορούσε το καλοκαίρι, ανεμίζει σε ένα αόρατο φύσημα φανταστικού ανέμου. Βλέπεις τα χαρακτηριστικά της όλα, καθαρά, ξάστερα. Κάθε καμπύλη του σώματός της, κάθε γωνία της, καθώς γέρνει στον τοίχο. Ένα βάρος φεύγει απ’ το στήθος σου όσο την κοιτάς. Αναστενάζεις κι αναπνέεις με μεγαλύτερη ευκολία. Οι χτύποι της καρδιάς σου ηρεμούν και φεύγει ό,τι ένταση είχες μέχρι τώρα στο σώμα σου. Χαμογελά, εκείνο το μικρό μισοχαμόγελο που είχε πάντα μόνο στο μισό της πρόσωπο, και σου πετά ένα φιλί πριν γυρίσει να φύγει. Η εικόνα της διαλύεται σαν καπνός, σαν ομίχλη με κάθε βήμα που κάνει. Κι επιτέλους κλείνεις τα μάτια.

Αυτό χρειαζόσουν για να κοιμηθείς. Να τη δεις. Μόνο μία φορά ακόμη.

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου