Ξημερώνει. Ο ήλιος ανατέλλει σιγά-σιγά και το ταβάνι γίνεται όλο και πιο φωτεινό, όσο οι πρώτες πρωινές ακτίνες μπαίνουν απ’ τις περσίδες. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να υπολογίσω την ώρα. Δεν έχω κοιμηθεί όλη νύχτα· έμεινα ξύπνια για να μπορώ να απολαύσω όσο χρόνος μου έχει απομείνει μαζί σου. Το χέρι σου σαν βαρίδι πάνω στο στήθος μου, αισθάνομαι την ανάσα σου να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Αν μπορούσα να παγώσω το χρόνο, αν μπορούσα να σταματήσω τη μέρα απ’ το να ξημερώσει, θα το έκανα.

Όσο θες, όμως, να μένουν τα πράγματα ίδια και να μην αλλάζουν, τόσο αυτά σε αγνοούν. Ο χρόνος αποφασίζει να πατήσει γκάζι κι, ειλικρινά, ακούγεται λες κι οι χτύποι του παλιού σου ρολογιού έχουν επιταχύνει. Και γιατί, άλλωστε, ο χρόνος να δώσει σημασία στις δικές μου ανάγκες ή επιθυμίες; Πρέπει να περάσει· μας περιμένουν νέες εμπειρίες, νέοι άνθρωποι, μια ολόκληρη νέα ζωή. Ποιο δικαίωμα έχω εγώ να απαιτήσω να μείνουν όλα όπως έχουν;

Αναθεματίζω τον ήλιο που ανατέλλει, τα λεπτά που περνούν. Ανάθεμά σε και σένα που φεύγεις.

Σώπα. Για μία στιγμή μη μιλάς. Μην κουνηθείς από δίπλα μου. Είναι ζεστά εδώ στην αγκαλιά σου. Μη μου πεις ότι ήρθε η ώρα. Μην κουνιέσαι από δίπλα μου. Δεν είμαι έτοιμη να σε αφήσω. Δεν είμαι έτοιμη να σε δω να φεύγεις. Ίσως και να μην είμαι ποτέ, δίκιο έχεις, αλλά δώσε μου μερικά ακόμα δευτερόλεπτα. Μη σηκώνεσαι ακόμα. Μείνε εδώ, ξαπλωμένος δίπλα μου. Μην παίρνεις ακόμα τα χέρια σου από πάνω μου.

Σε παρατηρώ καθώς σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι, τεντώνεσαι και βγαίνεις απ’ το δωμάτιο. Είναι μια γεύση απ’ το τι πρόκειται να συμβεί σε λίγο. Σε κοιτώ κι αναρωτιέμαι γιατί δεν είχα θαυμάσει ποτέ τον τρόπο που κινείσαι, που καταλαμβάνεις το χώρο. Χτυπά τη μύτη μου η μυρωδιά του καφέ που έχεις βάλει και ξέρω καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση πια να γυρίσεις τώρα στο κρεβάτι. Μένω εκεί όμως. Κοιτώ το ταβάνι, ακόμα σε άρνηση. Αν δε σηκωθώ ίσως καταφέρω να καθυστερήσω αυτό που έρχεται. Ίσως μπορώ να κλέψω μερικά ακόμα λεπτά.

Μάταιος κόπος όμως και το ξέρω. Στέκεσαι στην πόρτα του δωματίου και με κοιτάς, ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, το σεντόνι μισοκαλύπτει το σώμα μου. Ίσως αυτό να κάνει δουλειά. Ίσως η εικόνα αυτή, κι ότι είμαι ακόμα εκεί και σε περιμένω να γυρίσεις, να είναι αρκετή. Σε κοιτώ απλά όσο εσύ με αποτυπώνεις στη μνήμη σου. Πονάς, το ξέρω -κι ας είσαι καλύτερος από μένα στο να το κρύβεις.

Ωστικό κύμα οι μνήμες, ανεξέλεγκτες και καταστροφικές, κατακλύζουν το μυαλό μου για να μου γκρεμίσουν τις τελευταίες μας στιγμές. Είσαι εκεί, ούτε καν δυο μέτρα μακριά μου, και τα θυμάμαι όλα λες κι ήδη έχεις φύγει. Το πρώτο μας φιλί, την πρώτη φορά που με ακούμπησες, την πρώτη μας φορά. Ανατριχιάζω και με πιάνει το γνωστό τρέμουλο. Πολεμώ με τα δάκρυα, να μη μου θολώνουν τις τελευταίες εικόνες σου, γιατί σε λίγο θα έχουν τελειώσει κι αυτές.

Χάνομαι στη σκέψη μία στιγμή. Θα ήταν καλύτερα αν δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που θα ξυπνούσαμε μαζί; Αν δεν είχα ιδέα; Θα έχανα όντως κάτι; Θα απολάμβανα περισσότερο το βράδυ, ή είναι καλύτερα που κατάφερα να εκτιμήσω την τελευταία μας νύχτα, τις τελευταίες μας στιγμές; Είναι καλύτερα να ξέρεις εκ των προτέρων ότι κάτι λήγει κι ας είναι γλυκόπικρες οι αναμνήσεις που δημιουργούνται ή είναι προτιμότερο να σου έρχεται ξαφνικά;

Το παίρνω απόφαση, σηκώνομαι και σε πλησιάζω. Χώνομαι στην αγκαλιά σου και με κρατάς κρύβοντας καλά κάθε σου συναίσθημα και σκέψη. Αμείλικτος. Όπως πάντα. Δε στο συγχωρώ τώρα που δε με σφίγγεις για να με βοηθήσεις να κρατήσω τα κομμάτια μου στη θέση τους. Αλλά κι εδώ δίκιο έχεις. Θα χρησιμοποιούσα χωρίς κανέναν ενδοιασμό και καμία ενοχή, οποιαδήποτε αδυναμία σου για να σου αλλάξω γνώμη και να σε κρατήσω κοντά μου.

Δε μιλώ γιατί καμιά λέξη δε βγαίνει. Τι λες σε έναν άνθρωπο που, φεύγοντας, παίρνει μαζί του ένα τεράστιο κομμάτι σου; Ποιες λέξεις μπορούν να περιγράψουν όλα όσα αισθάνεσαι όταν μένεις μισός; Τι να σου πω; Την αγάπη την αισθάνεσαι, δεν την αναλύεις. Τον πόνο τον υπομένεις, δεν τον χαρακτηρίζεις. Και τον χαμό τον θρηνείς, δεν τον περιγράφεις.

«Ποτέ δεν ξέρεις…» ξεκινάς να μου πεις και σε σταματάω. Έλα τώρα! Μη! Όχι τώρα που πάω να το πάρω απόφαση. Μη μιλήσεις. Μη βγάλεις άχνα. Μην το χαλάς με λέξεις που είναι ανούσιες τέτοια ώρα, εσύ που ποτέ δεν έλεγες πολλά.

Μη μου πεις ότι θα σου λείψω. Μη μου λες πως μ’ αγαπάς. Μη χρησιμοποιείς λέξεις για να μου θολώσεις το μυαλό, να ξεγελάσεις τον χρόνο που μας μένει και να μου απαλύνεις προσωρινά τον πόνο, με ελπίδες που κι οι δυο μας ξέρουμε ότι είναι καπνός. Αφού φεύγεις. Ο κύβος ερρίφθη κι η απόφαση πάρθηκε. Τι θα πεις τώρα;

Σκάσε και φίλα με. Μια τελευταία φορά ακούμπα τα χείλη σου στα δικά μου. Φίλα με τόσο δυνατά που θα πονέσουν τα χείλη μου απ’ τα φιλιά σου, να μην πονά τόσο πολύ η καρδιά μου που διαλύεται. Δώσε μου κάτι να μπορώ να επιστρέψω στην αίσθηση αυτή κάθε φορά που μου λείπεις, να γεμίσω κάτι από το κενό που αφήνεις μέσα μου.

Ένα τελευταίο φιλί για το δρόμο. Όπως πάντα σου ζητούσα· τώρα το απαιτώ. Δώσε μου αναπνοή απ’ την αναπνοή σου να σου πω ένα αντίο απ’ το δικό σου αντίο. Μόνο αυτό θέλω.

Σκάσε και φίλα με μία τελευταία φορά. Μετά φύγε.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου