«Οικογενειακή κατάσταση;» σε ρωτάει η υπάλληλος στο γραφείο. Τράπεζα, εφορία, δεν έχει και σημασία που ακούστηκε, είναι μια στάνταρ ερώτηση αυτή. «Άγαμος» απαντάς κάπως απότομα περνώντας αυτομάτως στην επίθεση, λες και σε ρώτησε τίποτα αδιάκριτο. Γιατί το ‘νιωσες  το τσίμπημα. Φαίνεται ήδη η ημερομηνία γέννησής σου. Με απλά μαθηματικά ο καθένας μπορεί να βγάλει τον αριθμό· 30+ ηλικία και άγαμος. «Θα αργήσεις πολύ ακόμα να νοικοκυρευτείς; Περνούν τα χρόνια, πόσο ακόμα θα περιμένεις;» το ακούς στο πίσω μέρος του μυαλό σου κι ας μην ειπώθηκε σήμερα από την υπάλληλο. Κασετούλα σε επανάληψη το έχουν βάλει όλοι. Με ρώτησες εμένα αν θέλω;

Εσύ που είσαι μόνος σου δε γίνεται να είσαι ευτυχισμένος. Δε ζεις μια σωστή ζωή. Κάτι σου λείπει, δεν είσαι ολοκληρωμένη οντότητα, κάτι σου φταίει. Η πραγματική ευτυχία και επιτυχία –γιατί ποιος χέστηκε αν κάνεις θραύση στον επαγγελματικό τομέα, ως πότε θα είναι προτεραιότητά σου η δουλειά;– έρχεται όταν η μονάδα γίνει ζεύγος και όταν το ζεύγος πολλαπλασιαστεί.

Δες εκείνα τα τρισευτυχισμένα παντρεμένα ζευγάρια γύρω σου. Όχι, δε μας κάνει όποιο να ‘ναι παντρεμένο ζευγάρι. Δεν είναι όλοι το ίδιο. Δε μιλάμε για αυτούς που όντως είναι ευτυχισμένοι και δεν τους καίγεται καρφάκι τι κάνεις εσύ στην προσωπική σου ζωή· αυτοί δεν μπορούν να ασχοληθούν με τέτοιες μικρές λεπτομέρειες όπως το δικό σου relationship status, ούτε τους ενδιαφέρουν.  Άγαμος, έγγαμος, όπως κι αν είσαι, όποιες κι αν είναι οι επιλογές σου, σ’ αγαπούν το ίδιο και δεν πρόκειται να σε επικρίνουν ποτέ. Αυτούς τους αγαπάμε. Τους θαυμάζουμε και ελπίζουμε κάποια μέρα να γίνουμε ίδιοι, αν κι εφόσον χορέψουμε στους ρυθμούς του Ησαΐα. Για τους άλλους λέμε, τους κραυγαλέα «χαρούμενους».

Μην κοιτάς το βλέμμα λύπησης ή υπεροψίας με το οποίο σε κοιτάζουν. Άλλωστε δικαιολογημένο αυτό· εννοείται τους ζηλεύεις και θες να έχεις αυτό που ήδη έχουν αποκτήσει. Σωστά; Ε, μα ναι! Δε γίνεται διαφορετικά. Ποιος επιλέγει να είναι μόνος; Εσύ απλά δεν έχεις αξιωθεί να βρεις κάποιον. Έτσι είναι, μη φέρνεις αντίρρηση και τους γκρεμίζεις το όνειρο. Κι αν το επέλεξες, εγωίσταρος του κερατά είσαι, δε σκέφτεσαι κανέναν και τίποτα άλλο παρά μόνο τη δική σου ευχαρίστηση. Εσύ ζεις μια ζωή άστατη, δεν ξέρεις τι σημαίνουν οι λέξεις «υποχρεώσεις», «σταθερότητα» και «συνέπειες». Και δε σου επιτρέπεται να μιλήσεις για αγάπη. Τι ξέρεις από αγάπη εσύ;

Λες και το να γνωρίζεις τα θέλω σου, τον εαυτό σου, τα όριά σου και να είσαι επιλεκτικός είναι κάποιο είδος πάθησης που χρειάζεται άμεσα θεραπεία για να ξεπεραστεί. Κατέβα λίγο από το θρόνο σου, ρίξε λίγο τις προδιαγραφές σου, βάλε στην άκρη προϋποθέσεις και μην περιμένεις άλλο το τέλειο. Τι είσαι εσύ δηλαδή; Κι από πού κι ως πού είσαι τόσο επιλεκτικός εσύ (και δεν ήμουν εγώ); Εσύ τέλειος είσαι; Όχι ότι γνωρίζεις πολύ καλά τις ατέλειές σου κι απλά ψάχνεις να βρεις κάποιον που οι δικές του ατέλειες να ταιριάζουν με τις δικές σου. Λες και με το να σέβεσαι εσένα αυτομάτως δεν μπορείς ούτε να σεβαστείς ούτε να αγαπήσεις άλλον.

Και κάπου εκεί μπαίνουν οι δυο πλευρές σε ένα ρινγκ και το ρίχνουν στα ύπουλα χτυπήματα. Λες και η δηλωμένη οικογενειακή κατάσταση είναι αυτό που μπορεί να χαρακτηρίσει την ποιότητα ζωής του καθένα. Λες και υπάρχει ένας αντικειμενικός σωστός χρόνος, ή μια ημερομηνία λήξης που τρέχεις να προλάβεις ή λες και σε όλους ταιριάζει γάντι το ίδιο μοτίβο. Λες και όλα κρίνονται από το αν το δεξί τρίτο δάχτυλο στολίζεται από ένα, συνήθως κακάσχημο, υπερπληρωμένο χρυσαφικό με κοτρόνα που έχει πάρει θέση ταμπέλας. Όσο πιο μεγάλη η κοτρόνα τόσο πιο μεγάλη και η ταμπελάρα, φυσικά.

Απέναντι ο ένας από τον άλλον, δεν μπορούν να συνυπάρχουν σε παρέα. Εξοστρακισμένοι οι ανύπαντροι γιατί κάνουν άσωτη ζωή (κι ας είναι πιο βαρετή η δική τους καθημερινότητα) καταδικασμένοι οι παντρεμένοι γιατί πλέον μπορούν να κατανοήσουν τις επιλογές τους μόνο οι ομοιοπαθούντες. Επικριτικές ματιές ο ένας στον άλλον και ξεκινά η μάχη. Ποιος θα υπερισχύσει. Ποιος έχει δίκιο. Ποιος τα κάνει σωστά τα πράγματα και ποιος την έχει μεγαλύτερη – την ευτυχία.

Διαπραγμάτευση είναι άλλωστε οι σχέσεις, δε διαφέρουν από μια επιχειρηματική συγχώνευση. Φέρνεις στο τραπέζι ό,τι έχεις, το παρουσιάζεις, βάζεις τους όρους σου κι αν η απέναντι πλευρά δεχθεί, όπως κι αν δεχθείς κι εσύ τους δικούς του όρους, κλείνει η συμφωνία και μπαίνουν οι υπογραφές. Δεν είσαι μια πνιγμένη επιχείρηση που να αναζητά έναν οποιοδήποτε τρόπο να παραμείνει ενεργή, ούτε και πλέον είσαι νέα επιχείρηση που θα δεχτεί οποιονδήποτε όρο από άγνοια της αγοράς ή απλά για να κάνει μια αρχή. Έχεις να προσφέρεις πράγματα –πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου, την αγάπη και την αφοσίωσή σου και περιμένεις το αντάλλαγμα να είναι ίδιο. Δεν έχεις κάτι να φοβηθείς. Δεν είναι κυνισμός, είναι μια ρεαλιστική παρομοίωση. Μη φρικάρουν και οι ρομαντικοί της παρέας.

Μη γελιέσαι κι εσύ όμως. Να τα λέμε σωστά τα πράγματα. Δε φοβούνται μόνο όσοι προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια σταθερότητα μέσω ενός άλλου ατόμου. Κάπου είναι και για σένα φόβος. Φόβος αλλαγής, φόβος για τη δική σου αστάθεια ή μετάλλαξης όλων όσων έχεις συνηθίσει. Φόβος ότι θα βρεθείς σε μια θέση να χάσεις όλα όσα έχεις ιδρώσει και ματώσει να αποκτήσεις για εσένα, να χάσεις τις αξιώσεις σου, τον εαυτό σου το ίδιο. Ανησυχία ώρες-ώρες μπας και έχουν δίκιο και μείνεις μόνος σου. Μην κοροϊδευόμαστε, δε θες να είσαι μόνος κατά βάθος. Μπορεί να μην ήταν ποτέ αυτοσκοπός σου να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά, αλλά θες και συ έναν άνθρωπο δικό σου. Άντε να εξηγήσεις όμως τη διαφορά ανάμεσα στην μοναχικότητα και τη μοναξιά σε κάποιον που πλέον έχει ξεχάσει να χρησιμοποιεί το α’ πρόσωπο ενικού.

Γιατί αν κάτι σε τρομάζει τόσο που ρίχνεσαι μια στην άμυνα και μια στην επίθεση για τις επιλογές σου, δεν είναι η προοπτική να μείνεις μόνος μέχρι να βρεθεί κάποιος να περπατάτε μαζί αντί να τον κυνηγάς ή να σε κυνηγάει, αλλά το να υπογράψεις μόνος σου την ίδια σου την καταδίκη. Πόσα παραδείγματα έχουμε για το αντίθετο άλλωστε; Και ποια η τύχη να είσαι εσύ η εξαίρεση; Απλά μαθηματικά, μια θεωρία πιθανοτήτων, δε βγαίνει πάντως θετικό αποτέλεσμα. Και είναι ριψοκίνδυνο. Τόσο ριψοκίνδυνο που, για να το πάρεις απόφαση, θα πρέπει πλέον να βρεθεί κάποιος να σε συνταράξει, όχι απλά να σε εντυπωσιάσει.

Υπάρχει μια ασφάλεια στη δική σου πλευρά της αρένας. Δεν υπάρχει κάποιος που εξαρτάται από εσένα, κάποιον που θα απογοητεύσεις, κάποιος που θα αναζητά να θεραπεύεις εσύ τις δικές του πληγές ή που θα περιμένει από εσένα πράγματα ακατόρθωτα μόνο και μόνο επειδή αγαπάς και σε αγαπά. Κι ας νομίζουν «οι άλλοι» ότι σκας απ’ το κακό σου. Έχεις ανάγει σε τέχνη το να τους γράφεις, καλλιγραφικά και με ανεξίτηλο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Κοιτάς χωρίς δικαιολογίες και περιστροφές, χωρίς ντροπή και κυρίως χωρίς ενοχές, πρώτα τον εαυτό σου. Αναίμακτα και έντιμα, χωρίς να τραβολογάς κάποιον άλλον.

Αμείλικτος και αμετακίνητος στον τρόπο ζωής σου; Μπορεί. Αλλά εδώ που έφτασες, αν δεν τρέμουν τα πόδια σου, δεν αξίζει.  Αυτό είναι το μπόνους, και χωρίς μπόνους δεν μπαίνει υπογραφή. Εξάλλου έχεις δει κι όλα αυτά τα ζευγάρια που «νωρίς, νωρίς παντρεύτηκαν, και νωρίς νοικοκυρεύτηκαν».

Παρέμεινε η συναισθηματική νοημοσύνη στην εφηβεία και η προσωπική εξέλιξη έμεινε παγωμένη στο χρόνο καθώς, αφού είχε βρει το «άλλο μισό», δε βρήκε σκόπιμο να σκαλίσει την ψυχή, να εξερευνήσει τον εσωτερικό κόσμο, να αναζητήσει ανάπτυξη του εγώ. Μα το «εμείς» προέχει!

Καλλιεργείται μια υποχθόνια αίσθηση υποχρέωσης μέσα από ψυχαναγκασμό, φόβους, και έλλειψης αυτοπεποίθησης και ουσιαστικής ανεξαρτησίας. Πρώτα ανάμεσα στο ζευγάρι και μετά κατ’ επέκταση στους απογόνους. Εξαπλώνεται το ενοχικό και ποιος το μαζεύει μετά. Εγώ σ’ αγαπώ κι όλα όσα έχω κάνει είναι για σένα. Συνεπώς, όλα όσα κάνεις, για να ξεπληρώσεις την αγάπη μου, πρέπει να είναι για μένα. Σ’ αγαπώ· και για να αποδείξω ότι σ’ αγαπώ, πρέπει να μην αγαπώ εμένα. Γιατί αν αγαπήσω εμένα, είμαι εγωιστής. Αλλά αν αγαπώ, χωρίς όρια και χωρίς όρους, εσένα ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν γίνεται, τότε είναι αδιαμφισβήτητα τα συναισθήματά μου. Αν οριοθετούμαι, αν σέβομαι εμένα, τότε αυτομάτως δε σέβομαι εσένα. Αν έχω άλλη άποψη, αν αποκτήσω στην πορεία διαφορετικό σκεπτικό και κάνω επιλογές που δεν συνάδουν με τις δικές σου, αυτομάτως απορρίπτω, όχι την ιδεολογία σου, αλλά εσένα ως άνθρωπο. Τι, όχι;

Και ο εξαναγκασμός της «αγάπης» συνεχίζεται εντός του ζευγαριού. Ο καθένας έχει χάσει προ πολλού κάπου στο δρόμο τον εαυτό του και πλέον ζει σε έναν μόνιμο και αδιάσπαστο α’ πληθυντικό. Ο φόβος μοναξιάς και απομόνωσης, η ανασφάλεια για το τι μέλει γενέσθαι έτσι και δεν υπάρχει αύριο αυτό για το οποίο «έφαγαν τα καλύτερά τους χρόνια», για το οποίο θυσίασαν το εγώ στο βωμό του εμείς γιατί τότε έμοιαζε αλτρουιστικό και αντηχούσε στα αφτιά τους ως απόλυτος έρωτας, τώρα βάφονται περίτεχνα και στολίζονται για να βλέπουν όλοι μια ευτυχισμένη οικογένεια· μια οικογένεια που παρά τα τόσα τους προβλήματα, έμειναν μαζί, ενωμένοι.

Τι κι αν ζουν εκείνη τη συμφωνία ενηλίκων πια, ο καθένας τη δική του ζωή, αλλά για τον κόσμο μαζί. Τι κι αν έχει παρέλθει ο έρωτας εδώ και κάτι δεκαετίες και επικρατεί μια συνήθεια που πλέον «είναι αργά» να κοπεί. Τι κι αν, για να πειστούν οι ίδιοι ότι είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο λένε, πρέπει με κάθε τρόπο να διαφημίζουν αυτή την ευτυχία.

Να, δες, μας ζηλεύει ο κόσμος. Τα κάναμε όλα σωστά. Εγώ σε παντρεύτηκα γιατί ήσουν κελεπούρι και σιγά μην αφήσω να σε φάει άλλη, εσύ με παντρεύτηκες γιατί  οι προδιαγραφές της κοινωνίας απαιτούν και μια ημερομηνία λήξης στις μη επίσημες σχέσεις και, δε γαμιέται, βολεύει (το πολύ-πολύ βρίσκω άλλη για να περνάω καλά παράλληλα) ας το κάνουμε μωρέ. Συνήθισα τη γκρίνια σου, συνήθισες τις ασωτίες μου, πού να τρέχουμε τώρα να  βρούμε κάτι νέο που να γεμίζει περισσότερα κενά; Περνά ο χρόνος, τόσο καιρό φάγαμε μαζί, τσάμπα θα πάει; Έχουμε κι έναν έρωτα άλλωστε, αγαπιόμαστε, τι θα αλλάξει;

Με συνοπτικές διαδικασίες λοιπόν, μην το τρενάρουμε πολύ και μετανιώσει ένας από τους δυο, το οργανώσαμε. Κάναμε το πάρτι μας, πήραμε τα δωράκια μας (γιατί αλλιώς πώς θα φτιάχναμε σπίτι, πώς θα παίρναμε αμάξι του κουτιού;) ζούμε μόνοι μας στο σπιτάκι μας για τη πάρτη μας. Και φυσικά βαλθήκαμε να τεκνοποιήσουμε άμεσα. Τι, θα περιμένουμε; Είναι εξάλλου βούλα και σφραγίδα στην επισημοποίηση του έρωτά μας το παιδί. Η κλειδαριά στην αλυσίδα με την οποία δέσαμε ο ένας τον άλλον. Έχουμε πλέον και την αποδοχή του περίγυρου και το πάνω χέρι σε όλους αυτούς που ακόμα δεν έχουν κάνει το ίδιο βήμα. Εμείς αποκατασταθήκαμε, πάει.

Κι όσο δε βλέπει ο κόσμος τι γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες μπορούμε να διατηρήσουμε την εικόνα πληρότητας και τελειότητας που έχουμε λανσάρει. Τι κι αν αυτός έχει σταθερή εξωσυζυγική σχέση, ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, το βράδυ όμως γυρνά σπίτι να κρατά τα προσχήματα. Το ξέρει δεν το ξέρει αυτή, ουδεμία σημασία έχει. Πλέον της είναι αδιάφορος αυτός και όλο το σεξουαλικό κομμάτι. Τι κι αν αυτή πλέον δεν είναι ερωτευμένη, το ρίχνει στη δουλειά, να βγάζει δικά της λεφτά, να τα σπαταλά όπως γουστάρει, να γουστάρει η ίδια και να συμπληρώνεται εκεί το κενό αυτοπεποίθησης που είτε προϋπήρχε είτε δημιουργήθηκε όταν ξεφούσκωσε ο ντουβουρτζάς του σφοδρού έρωτα που είχαν στις αρχές. Τι κι αν τα παιδιά μεγαλώνουν σαν τους νομάδες, μπαλάκι από τον παππού και τη γιαγιά στους άλλους παππούδες και τούμπαλιν, για να μπορεί η μαμά να βγει με τη δική της παρέα και ο μπαμπάς με τη δική του, να καβλαντίσουν λες και είναι single. Γιατί, εν τέλει, αυτό που έχουν σπίτι τους δεν καλύπτει τα πραγματικά τους θέλω.

Κι αν έρθει ο κόμπος στο χτένι; Μα δεν έχουν προλάβει να τα ζήσουν αυτά, δε χόρτασαν, έκαναν από νωρίς οικογένεια, έμειναν τόσα που δεν έχουν χαρεί. Μια επίκληση, λοιπόν, στο απωθημένο και ξεμπέρδεψαν. Πρόβλημα το οποίο δεν έχουν οι singles. Που ακόμα κι αν το έχουν δηλαδή, δεν πληρώνει κανείς γαμησιάτικα, παρά μόνο οι ίδιοι. Να τα λέμε κι αυτά.

Ή μένεις κι υπομένεις, τίμια και με καθαρό κούτελο, μην έχεις ενοχές αργότερα. Δεν έχεις εσύ απωθημένα όπως οι άλλοι· ζεις για την οικογένειά σου και μόνο. Αφήνεις στην άκρη την προσωπική σου ευτυχία, καταπνίγεις τις δικές σου προσωπικές φιλοδοξίες και τα θέλω σου για χάρη της οικογένειάς σου. Τα παιδιά σου είναι η (μόνη) χαρά σου.  Έμειναν μαζί για τα παιδιά, λένε. Τύφλα να ‘χουν όλοι οι μάρτυρες όλων των θρησκειών. Υπάρχει μεγαλύτερη αυτοθυσία από το να μιζεριάζεις για χάρη των παιδιών σου;  Και έρχονται μετά τα αχάριστα κωλόπαιδα, που τόσα έκανες για να γίνουν σωστοί άνθρωποι, δικαστές και κριτές, να σου πουν ότι δεν έζησες. Ότι δε διασκέδασες, ότι δεν είσαι ευτυχισμένος και ότι, εν τέλει, έπρεπε να κάνεις αλλιώς τα πράγματα.

Κάπως έτσι διαιωνίζεται μια νοοτροπία βουτηγμένη στα συμπλέγματα. Η παθητική επιθετικότητα και τάσεις ελέγχου κυριαρχούν όλα υπό την χρυσή αιγίδα του «θέλω το καλό σου». Το οποίο κατά συνέπεια είναι το καλό μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένος, να μην κάνεις τα ίδια λάθη. Και παρόλο που, σε στιγμές συναισθηματικής διαύγειας κι ευσυνειδησίας, αναγνωρίζω ότι εξ αιτίας αυτών των αρχών δεν ευτύχησα εγώ, τα βαπτίζω σωστά. Γιατί δεν ξέρω κάτι άλλο. Κι δε δικαιούσαι να το επισημάνεις. Γιατί μετά από τόσα χρόνια και τόσες θυσίες πώς να το παραδεχτώ σε σένα, ή στον εαυτό μου, πώς τελικά η ευτυχία μου δεν είναι γνήσια και ατόφια;

Τα παιδιά μεγάλωσαν. Μεγάλωσαν νιώθοντας ένοχοι ενδόμυχα για κάθε μικρή τους επιτυχία ή ευτυχία. Η χαρά τους μοιραζόταν, κι όχι με τρόπο καλό- τεμαχιζόταν, διαιρούνταν, ώστε να το παρουσιάζουν σε μικρές δόσεις. Δε γίνεται να είναι τόσο καλά ενώ οι άνθρωποι που θυσίασαν νιάτα και χαρές προσωπικές δεν είναι το ίδιο χαρούμενοι. Και ή που η ιστορία επαναλαμβάνεται, ή που γίνονται μαύρα πρόβατα.

Επιλέγεις, παιδί μου, εσύ που έφτασες τα 30+, και παίρνεις. Όχι αυτό που θες, αυτό που σου λέω εγώ. Εγώ θυσίασα τον εαυτό μου για σένα, εμένα θα ακούς, ξέρω καλύτερα! Κουνήσου επιτέλους! Βρες μωρέ κάποιον, σταθεροποίησε τη ζωή σου, κάνε το «σωστό». Τι κι αν δεν τον αγαπάς τον άλλον. Θα συνηθίσεις να μην τον αγαπάς, αλλά θα συνηθίσεις κι αυτόν. Και μετά θα συνηθίσεις μια ζωή την οποία, λίγα χρόνια αργότερα, δε θα μπορείς να ξεσυνηθίσεις. Οπότε θα το πάρεις και απόφαση ότι αυτή είναι η ζωή σου. Έρωτες τώρα και κουραφέξαλα. Στην ηλικία σου δεν ωρίμασες αρκετά ακόμα να μην αναζητάς το άπιαστο; Ο έρωτας περνάει.

Λες και είναι καμιά εποχική γρίπη, ξέρω ‘γω, και θέλουμε να το ξεφορτωθούμε για να είμαστε υγιείς. Για να είσαι μια από τα ίδια με τους άλλους, να κάνετε παρέα, μη μένεις μόνος σου με τους υπόλοιπους αχαΐρευτους, κι ας ξέρεις εκ των προτέρων ότι μπαίνοντας σε αυτό το τριπάκι, θα βρεθείς κάποια στιγμή να μην ξέρεις τι θέλεις, γιατί το έκανες και τελικά ποιος ήταν ο σκοπός.

Κι αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, εύκολα βλέπουμε τα λάθη της άλλης πλευράς γιατί είμαστε σε ασφαλής απόσταση από το να κάνουμε τα ίδια εμείς. Κανείς, όμως δεν έχει τη θέση του αυθεντία ούτε το δικαίωμα να κρίνει· κι όλα είναι υποκειμενικά. Μη γελιόμαστε. Το δεδομένο σε αυτή τη μάχη είναι ότι το «σωστό» μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν βρεθεί κάποιος να αποβάλλει αυτόν το φόβο – όχι να το μεταλλάσσει σε άλλο είδος τρόμου.

Κι αν δεν τον βρήκες ακόμα, μείνε μόνος καλύτερα.

Υπάρχουν όντως αυτοί που έχουν αγνοήσει τα «πρέπει» της κοινωνίας και του περίγυρου, κοιτούν τα «πρέπει» τα δικά τους και έχουν επιλέξει συνειδητά τον εαυτό τους πρώτα. Όποιος προστεθεί μελλοντικά στη συνάρτηση δε θα έχει το βάρος να καλύψει κενά, θα έχει έρθει να δέσει σε κάτι ήδη ολοκληρωμένο.

Δεν είναι, εξάλλου, πιο έντιμο αυτό;

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου