Πάντα είχαμε την τάση, ως άνθρωποι, να προσπαθούμε απεγνωσμένα να γίνουμε αρεστοί και να ανέβουμε στα μάτια μιας κοινωνίας ψεύτικης, συχνά διεφθαρμένης. Να φτάσουμε τις προσδοκίες της για να νιώσουμε καλύτερα για το έξω μας, ενώ το μέσα μας υπέφερε. Αργά και βασανιστικά, θα ‘λεγε κανείς.

Και θάψαμε τη διαφορετικότητα μας κάτω από αμέτρητους τόνους αδιαφορίας και συνήθειας. Βαλτώσαμε στη ρουτίνα κι αποδεχτήκαμε χωρίς δεύτερη σκέψη τα ψίχουλα που μας προσέφερε. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ αν όντως τα αξίζαμε. Δεν κυνηγήσαμε ποτέ κάτι περισσότερο. Είπαμε ένα δειλό «ευχαριστώ», που το ένιωσαν τα χείλη μας, αλλά δεν έφτασε ποτέ στ’ αφτιά μας κι είπαμε αντίο στο όνειρο για να προσαρμοστούμε στον εφιάλτη.

Δε μας φέρθηκαν ποτέ με τον τρόπο που αξίζαμε κι ίσως να μην το κάνουν και ποτέ. Γιατί ο κόσμος είναι άδικος κι οι άνθρωποί του το αποδεικνύουν όλο και περισσότερο, κάθε μέρα που περνάει. Πράγμα που ίσως αργήσεις να συνειδητοποιήσεις, ακόμη κι ύστερα από αμέτρητες προσπάθειες αναζήτησης μιας πραγματικότητας που, τελικά, δεν υπάρχει. Ή δεν είναι καθόλου όπως τη φανταζόσουν.

Και, ναι, θα νιώσεις την απογοήτευση να σε κατακλύζει. Θ’ αναρωτιέσαι συνεχώς πώς μπορείς να γίνεις καλύτερος για να ταιριάξεις επιτέλους στο καλούπι που έχουν φτιάξει άλλοι για σένα. Τι μπορείς να κάνεις για να γίνεις αποδεκτός, σε μια κοινωνία που δεν αξίζει την καλοσύνη σου.

Έχει μεγάλη διαφορά, βλέπεις, το πόσο αξίζεις απ’ τα πόσα σου προσφέρουν. Είτε άργησες να το επεξεργαστείς με τον εαυτό σου είτε το ήξερες βαθιά μέσα σου απ’ την αρχή. Μια σκέψη, λοιπόν, που δε βγήκε στην επιφάνεια με τον τρόπο που περίμενες, αλλά κατάφερε να φέρει τα πάνω κάτω. Γιατί έφτασε η στιγμή που φώναξες «αρκετά». Κι υποσχέθηκες στον εαυτό σου που έγινε κομμάτια μετά απ’ τις τόσες αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβει το γιατί, πως δε θα άλλαζες για καμιά κοινωνία. Πως δε θα συνέχιζες να μαζεύεις αυτές τις σκορπισμένες αναμνήσεις που κρύβει το κάθε κομμάτι σου, για καμία αποδοχή, που στο κάτω -κάτω δε θα σήμαινε και τίποτα γιατί πολύ απλά δε θ’ αντιπροσώπευε εσένα.

Γιατί λοιπόν, δε σου προσέφερε ποτέ κανείς, όλ’ αυτά που θα’ πρεπε απ’ την αρχή να είχαν γίνει δικά σου; Συναισθήματα, πράξεις, φιλιά, αγκαλιές, δάκρυα. Αυτά που δικαιωματικά σου ανήκουν, σαν άνθρωπος, σαν φίλος, σαν έρωτας, σαν μια φλόγα που τρεμοπαίζει υπομονετικά, περιμένοντας αυτόν που θα την αναζοπυρώσει, με την ένταση και το πάθος που της αξίζει. Με την ειλικρίνεια του και το διαπεραστικό βλέμμα του. Με το μεταδοτικό χαμόγελο του και την αναντικατάστατη ύπαρξη του. Γιατί είχες πάντα το ρόλο του κομπάρσου και δεν έγινες ποτέ πρωταγωνιστής στη δική σου ιστορία; Γιατί δε διάλεξες το δικό σου μονοπάτι κι άφησες τους άλλους να κάνουν την επιλογή για’ σενα;

Γιατί, πώς και με ποιον τρόπο; Θα σε πνίξουν ερωτήσεις για τις οποίες δε θα υπάρξουν ποτέ απαντήσεις, όσο απεγνωσμένα κι αν προσπαθήσεις να τις βρεις σκορπισμένες σε βιβλία, στιγμές και πράξεις του παρελθόντος. Όσο κι αν πιστεύεις πως κάποια στιγμή  θα σου χτυπήσουν την πόρτα στη μορφή των ρίσκων που δεν πήρες γιατί φοβήθηκες, των αναμνήσεων που δεν έζησες γιατί πίστευες πως δεν άξιζε.

Δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω κι ούτε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου τιμωρώντας τον εαυτό σου γι’ αυτά που δεν έκανες. Μπορείς, όμως, να δημιουργήσεις το δικό σου μονοπάτι. Να χτίσεις το μέλλον σου με τις δυσκολίες που αντιμετώπισες. Να φωνάξεις τα «θέλω» και τα «πρέπει» σου για να τ’ ακούσει όλος ο κόσμος. Για να φοβηθεί την ένταση και το πάθος σου, να κάνει βήματα πίσω όταν έρθεις επιτέλους αντιμέτωπος με την αποφασιστικότητά σου και να σου ανοίξει τον δρόμο προς το όνειρο. Προς μια πραγματικότητα, ολόδική σου!

Γι’ αυτό να θυμάσαι πως δεν υπάρχει αληθινή αξία χωρίς θέληση κι επιμονή. Κι ούτε μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο, αν δεν είσαι διατεθειμένος ν’ αλλάξεις τον εαυτό σου. Αποδέξου τον γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα ‘θελαν οι άλλοι να γίνει.

Μη συμβιβαστείς ποτέ για λιγότερα απ’ όσα μονάχα εσύ ξέρεις πως αξίζεις. Γιατί αυτή η φαινομενικά ασήμαντη επίγνωση, θα αποτρέψει τους πάντες απ’ το να προσπαθήσουν να σε πείσουν για το αντίθετο. Αποτελείσαι από χιλιάδες αναμνήσεις που κανείς δεν μπορεί να διαφθείρει ή να αλλοιώσει με τον αρνητισμό του, μην το ξεχάσεις. Γιατί θ’ ακολουθήσουν ακόμη περισσότερες και πάντα θα υπάρχουν αυτοί που με την πρώτη ευκαιρία θα γυρίσουν να τις πάρουν μέσα απ’ τα χέρια σου. Μην τους αφήσεις.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη