Είναι δύσκολο ν’ αφήνεις πίσω σου τους ανθρώπους που αγαπάς με όλο σου το είναι για να συνεχίσεις να κάνεις πραγματικότητα τα όνειρά σου. Άνθρωποι που, αν το καλοσκεφτείς, σου έμαθαν απ’ τη στιγμή που γεννήθηκες, τι θα πει «αγάπη». Που παλεύουν με νύχια και με δόντια για να μη στερηθείς τίποτα, να μη χρειαστεί να δεις αυτά τα όνειρα να σβήνουν στο πρόσωπο μιας οικονομίας που όλο και χειροτερεύει. Μιας κοινωνίας που οι απαιτήσεις έχουν γίνει ανυπόφορες κι ίσως δεν καταφέρεις να τις ικανοποιήσεις ποτέ. Κι οι συνθήκες συνεχίζουν να σε πνίγουν από παντού.

Κάθε φορά η ψυχή σου μοιράζεται στα δύο. Είναι αναπόφευκτη η στεναχώρια του αποχωρισμού. Η νοσταλγία που κατακλύζει το είναι σου, κάθε φορά που οι μέρες της παραμονής σου, φτάνουν στο τέλος τους. Διχασμένος ανάμεσα στη μαγεία της πόλης που διεύρυνε τους ορίζοντές σου και την οικειότητα του χωριού στο οποίο έζησες τα παιδικά σου όνειρα, θα συνεχίσεις να πορεύεσαι στο μονοπάτι που επέλεξες. Τι σου προσφέρει, άραγε, τη μεγαλύτερη χαρά; Το μικρό χωριουδάκι στου οποίου τα στενά έμαθες τι θα πει «φιλία» κι «αφοσίωση» ή αυτή η απρόβλεπτη πόλη που έχει τη δυνατότητα δώσει πνοή σε κάθε επιθυμία σου;

Έρχονται στιγμές που αρχίζεις να μετανιώνεις για τις επιλογές σου. Εύχεσαι να μπορούσες να γυρίσεις πίσω το χρόνο και να μείνεις στάσιμος σ’ ένα παρελθόν που δε θα σου προσέφερε και πολλά, όσον αφορά την επιτυχία του μέλλοντός σου. Θα έμενες δίπλα στους δικούς σου ανθρώπους, στον τόπο που σε μεγάλωσε η γιαγιά κι ο παππούς. Πόσο σου έχουν λείψει, αλήθεια. Στο σπίτι που οι τοίχοι αντηχούν ακόμη την πρώτη σου λέξη, το πρώτο σου αληθινό γέλιο. Χαρακτηριζόταν από μια αγνότητα που ίσως και να μην έχεις νιώσει ξανά από τότε. Γιατί, πώς να αντέξει μες στην τόση αδιαφορία;

Έχεις περάσει αμέτρητες στιγμές βυθισμένος στις σκέψεις σου. Τι θα έκανες, άραγε, αν δεν έφευγες ποτέ; Κι ύστερα σκέφτεσαι πως ίσως και να είχες βαλτώσει στην οικειότητα που τώρα νοσταλγείς. Ίσως και να μην κατάφερνες να ξεπεράσεις τα όριά σου, να κάνεις πράγματα που σε γεμίζουν με μια ακατέργαστη ευτυχία και να μάθεις απ’ τα λάθη σου.

Ίσως να μην ήταν εφικτή η πραγματοποίηση των ονείρων σου, γιατί δε θα υπήρχε κανένα διαθέσιμο μονοπάτι που θα μπορούσε να σε οδηγήσει σε αυτά. Ακόμη κι αν είχες τη δύναμη να το πλάσεις απ’ το πουθενά, θα κατέρρεε λες κι είχες χτίσει τα θεμέλιά του λίγα μέτρα πάνω απ’ τη γη, χωρίς τίποτα να τα στηρίζει.

Σου λείπουν όλα αυτά που αναγκάστηκες να αφήσεις πίσω σου. Τα κρυφά χαμόγελα των γονιών σου κάθε φορά που θα ‘πρεπε να σε κατσαδιάσουν, τα πειράγματα των μεγαλύτερων αδελφών σου κι οι εντάσεις που όσο και να προσπαθούσες ν’ αποτρέψεις, ήταν αναπόφευκτες. Σε βομβαρδίζουν αναμνήσεις ενός χαμογελαστού και γεμάτου ζωή παιδιού, με ανέμελα μαλλιά και ζωηρό βλέμμα, που έτρεχε ξυπόλυτο στις αλάνες και πηδούσε απ’ το ένα τειχάκι στο άλλο, γιατί νόμιζε πως ήταν ο Ταρζάν της εποχής του. Κι έτρεχε λαχανιασμένο σπίτι, μετά από ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού, για να γευτεί το λαχταριστό φαγητό της μαμάς και να μοιραστεί τις περιπέτειές του, μ’ αυτούς που η φαντασίας τους το επέτρεπε.

Πώς θα μπορούσες, λοιπόν, να επιλέξεις ανάμεσα στη μαγεία αυτών των αναμνήσεων και στις πιθανότητες που έχεις να δημιουργήσεις καινούργιες, εξίσου αλησμόνητες; Γιατί στην πόλη έχεις εναποθέσει όλες τις ελπίδες σου. Έχεις λατρέψει τους ανθρώπους που συνεχίζουν να ομορφαίνουν τη ζωή σου κι έχει γεμίσει η ύπαρξή σου με τη λάμψη της. Έχεις ερωτευτεί τον έναστρο ουρανό και δε χορταίνεις να τον χαζεύεις απ’ τα σοκάκια της. Και πάνω απ’ όλα, έχεις εθιστεί στο ρίσκο που κρύβεται πίσω από κάθε στιγμή. Στην ανεξαρτησία που σ’ αφήνει με κομμένη την ανάσα, γιατί μπορείς επιτέλους να γευτείς την ελευθερία που σου προσφέρει απλόχερα, χωρίς ενδοιασμούς.

Δε θα πάψεις ποτέ ν’ αναζητάς το διαφορετικό σε κάθε γωνιά της. Δε θα σβήσει ποτέ η δίψα σου για τη ζωντάνια που σε κάνει να νιώθεις η απεραντοσύνη της. Και στην τελική, γιατί να συμβιβαστείς με τη συνήθεια του οικείου, όταν κι αυτό μετατρέπεται σε απρόσμενο γιατί αργείς κάθε φορά να επιστρέψεις στη σιγουριά του;

Σου λείπει περισσότερο κάτι που αγαπάς με όλο σου το είναι όταν είσαι μακριά του. Δεν το θεωρείς δεδομένο κι εκτιμάς όσα σου προσέφερε. Όσα συνεχίζει να σου προσφέρει, ακόμη κι αν βρίσκεσαι μίλια μακριά. Αυξάνεται η ανάγκη σου να το ζήσεις και το πάθος σου για να το εντάξεις για ακόμη μια φορά στην καθημερινότητά σου.

Άφησε αυτή τη νοσταλγία, λοιπόν, να κατακλύσει το νου σου. Θα σε καίει κάθε φορά που η στιγμή της αντάμωσης θα πλησιάζει. Θα γαληνεύει η ψυχή σου όταν επιτέλους βρεθείς στο μέρος που μεγάλωσες και κάθε στιγμή θα είναι πιο πολύτιμη απ’ τις προηγούμενες.

Το «αντίο» θα ξυπνάει μέσα σου ανάμεικτα συναισθήματα και θα σκορπίζονται τα κομμάτια σου, κάθε φορά που θα αποχαιρετάς τους ανθρώπους στους οποίους ανήκουν. Κι επειδή η ζωή είναι σαν ταινία που επαναλαμβάνεται, χωρίς καν να πατήσεις το replay, θα βρεις τον εαυτό σου σ’ έναν φαύλο κύκλο απ’ τον οποίο δε θα θέλεις να ξεφύγεις. Γιατί σου προσφέρει τη σιγουριά του παρελθόντος και την αβεβαιότητα του μέλλοντος.

Κι όταν φτάσεις σε αδιέξοδο –γιατί σίγουρα κάποτε θα φτάσεις– φαντάσου τον εαυτό σου παιδί. Κάνε μια γρήγορη αναδρομή στο παρελθόν και κλέψε λίγη απ’ τη ζωηράδα του. Δε θα το καταλάβει, μην ανησυχείς. Τα αποθέματά του δε θα τελειώσουν ποτέ. Κατά συνέπεια, ούτε και τα δικά σου.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη