Όλα όσα ζήσαμε στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, λες και βγήκαν μέσα απ’ τις σκονισμένες πτυχές του για να μου ανοίξουν επιτέλους τα μάτια. Αναμνήσεις που έμειναν μισές, γιατί απομυθοποιήσαμε κι οι δύο τη σημασία τους. Όνειρα που δεν είδαν ποτέ το φως της μέρας, γιατί δεν πιστέψαμε αρκετά στην πραγματοποίησή τους. Επιθυμίες που δε φωνάξαμε γιατί οι ψυχές μας δεν είχαν κατασταλάξει εντελώς στο παραμύθι που προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να ζήσουμε.

Κι έγινε το «για πάντα» μας ένα μεγάλο τίποτα, που δε θα σταματήσει ποτέ να διεισδύει σε κάθε σκέψη μου. Να κατακλύζει το είναι μου με μια απογοήτευση που με καίει, κάθε φορά που την αφήνω να πάρει τη μορφή του χειρότερου εφιάλτη μου.

Μπορείς να τον βρεις σε κάθε στιγμή του παρελθόντος κι ίσως του μέλλοντός μου. Γιατί πάντα είχα την τάση ως άνθρωπος να κινούμαι στο όλα ή τίποτα, να εναποθέτω τις ελπίδες μου σε ό,τι μπορούσε να μου δώσει πνοή. Να τη ζωντανέψει με την έντασή του και ν’ αποτρέψει το λήθαργο του συμβιβασμού και της ρουτίνας, να βαλτώσουν τα κομμάτια της. Ακόμη κι αν ξέρω βαθιά μέσα μου πως αυτό το κάτι έχει τη δυνατότητα να με καταστρέψει αργά και βασανιστικά, υποκύπτω στο μυστήριό του. Γιατί είναι τόσο εθιστική η αυτοκαταστροφή, ειδικά όταν έχει το πρόσωπό σου.

Σαν μια ανέμελη πεταλούδα, λοιπόν, μαγεύτηκα απ’ τη φλόγα των ματιών σου και χωρίς να με νοιάζει αν θα καώ, άφησα τον εαυτό μου να χαθεί στα βάθη τους. Μπορούσα να δω το μέλλον μου να διαγράφεται ολοκάθαρα στο χαμόγελό σου κι ερωτεύτηκα την ψευδαίσθηση του «μαζί» γιατί μου ταίριαζε. Βρήκα τα κομμάτια που έλειπαν απ’ το παζλ της ζωής μου, αλλά δεν έδωσα σημασία στο πόσο καλά ταίριαζαν στο ταξίδι της προς την κατάκτηση της απόλυτης ευτυχίας. Κι η απουσία σου γκρέμισε τα φαινομενικά γερά θεμέλιά τους χωρίς καμία προειδοποίηση, καθιστώντας αδύνατη την επιτυχημένη αντικατάστασή τους.

Μετατράπηκαν σε αναπόφευκτες σκιές του παρελθόντος όλ’ αυτά που ζήσαμε κι ουρλιάζουν τ’ όνομά σου. Έχουν φθαρεί τα κομμάτια αυτού του παζλ, που τόσο απεγνωσμένα ήθελα να ολοκληρώσω για να πάρω μια μικρή γεύση ευτυχίας. Για να χαθώ στην προσωρινή ηδονή που απέπνεε η ύπαρξή σου ολόκληρη. Κι έτσι κάναμε μια τρύπα στο νερό. Που δε γεμίζει με χαρές κι ούτε εξαγοράζεται με συναισθήματα. Θα ‘ναι εκεί για να μου θυμίζει πόσο έξω έπεσα. Για να με κατακλύζει με το σκοτάδι της και να βεβηλώνει με την παρουσία της όλ’ αυτά που με γεμίζουν. Για να μου υπενθυμίζει μέρα με τη μέρα πώς μετατράπηκαν οι στιγμές μας σ’ ένα μεγάλο τίποτα που θα ζει μέσα μου για πάντα. Στιγμές που ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ. Στιγμές που ίσως και να παρερμήνευσα στη βιασύνη μου να τις μετατρέψω σε κάτι που δεν ήταν. Κι ούτε θα γινόντουσαν ποτέ.

Άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα μου τελικά η γνωριμία μας, σαν κατακάθι που βρίσκει καταφύγιο στον πάτο του ποτηριού κι ακουμπάει τα χείλη μας κατά λάθος. Χωρίς να το επιδιώκουμε. Με κούρασαν τα λόγια του αέρα, βλέπεις, αλλά υπέκυπτα στο ψέμα τους μέχρι που συνειδητοποίησα τη σημασία της αλήθειας μου.

Τίποτα δεν είχαμε τελικά, μάτια μου. Και ξέρεις κάτι; Δεν πειράζει. Γιατί ο ήλιος θα συνεχίσει ν’ ανατέλλει, ακόμη κι αν κάθε νύχτα είναι πιο αφόρητη απ’ τις προηγούμενες. Ακόμη κι αν αναποδογυριστεί ο κόσμος μου, θα με περιμένει πάντα μια καινούργια μέρα κι ένας νέος κόσμος.

Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, να πω αντίο σε μια ιστορία που δεν είχε καν αρχή και ν’ αφήσω πίσω μου κάθε μονοπάτι που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή της. Ν’ αποχαιρετήσω τη φλόγα στα μάτια σου που άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει και να βρω ξανά τον εαυτό μου μέσα απ’ τις στάχτες της, προτού γίνουν ένα με τον άνεμο και χαθούν στην απεραντοσύνη του. Και μαζί με τη φλόγα, θ’ αρχίσει να ξεθωριάζει και το αποτύπωμα που μου άφησε η παρουσία σου. Μέχρι που θα χαθεί η ανάμνησή σου ολοκληρωτικά, γιατί θα ‘χει επιτέλους αντικατασταθεί με τα όνειρα και τις επιθυμίες που θα ‘χουν γίνει πλέον πραγματικότητα.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη