Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χάσει το νόημα της ζωής κι άφησαν πίσω τους όλα αυτά που την κάνουν να ξεχωρίζει. Έμαθαν από μικρή ηλικία στα έτοιμα και δεν έχυσαν ποτέ ιδρώτα για ν’ αποκτήσουν αυτά που θεωρούν δεδομένα. Δε δούλεψαν ποτέ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους κι ούτε επέτρεψαν σε φιλίες και συναισθηματισμούς να μπουν στο δρόμο τους προς μια επιτυχία που δεν τους ανήκε ποτέ. Κι ούτε τους αξίζει.

Άνθρωποι που συνεχίζουν να πορεύονται προς τα βολικά μονοπάτια της ζωής γιατί τους συμφέρει. Άνθρωποι που βολεύτηκαν στα έτοιμα και δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να πάρουν πρωτοβουλίες που αφορούν την ίδια τους τη ζωή. Που δε χρειάστηκε ποτέ να διεκδικήσουν τις επιθυμίες τους γιατί συμβιβάστηκαν μ’ αυτά που βρέθηκαν μπροστά τους δια μαγείας. Άνθρωποι που δεν κυνήγησαν ποτέ τα όνειρά τους, γιατί επέλεξαν συνειδητά μια πραγματικότητα ιδανική για το κενό τους.

Ψυχές άδειες που δεν έτρεφαν ποτέ ελπίδες για κάτι καλύτερο, αφού τους το προσέφερε απλόχερα μια κοινωνία άδικη. Και μετέτρεψε τις ανάγκες της σε όνειρα που πλάσαρε ως δικά τους, διεισδύοντας στο μυαλό τους και δηλητηριάζοντας τις σκέψεις τους. Ψυχές που δεν είχαν ποτέ σκοπό να φτάσουν σ’ αυτή την απερίγραπτη ευτυχία που εμείς οι υπόλοιποι ψάχνουμε παντού. Στα μικρά κι ασήμαντα, που κάνουν τη ζωή μεγάλη κι αυτοί έχουν μάθει ανέκαθεν να περιφρονούν.

Έχτισαν το μέλλον τους πάνω σε θεμέλια άλλων, γεγονός που κατέστησε απίθανη την καταστροφή τους, γι’ αυτό και συνέχισαν να επιδιώκουν την ανάπτυξή τους. Ακολούθησαν μονοπάτια χιλιοπερπατημένα, γιατί δεν είχαν τα κότσια να λερώσουν τα χέρια και τις ψυχές τους με τα εμπόδια που θα τους έστηναν καρτέρι αλλού, σε κάποια άγνωστη πτυχή του ατέλειωτου ταξιδιού τους.

Βυθίστηκαν σ’ έναν ωκεανό ευτυχίας που βρομούσε  κάτω απ’ την επιφάνεια, γιατί δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να την κρατήσουν ατόφια. Έφτιαξαν τις ζωές τους μαζεύοντας κομμάτια απ’ τις εμπειρίες των γύρω τους κι εκμεταλλεύτηκαν ανθρώπους που τους το επέτρεψαν, γιατί δεν έκαναν τίποτα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους.

Κακομαθημένοι εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, λοιπόν, που αντί να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και να τη ζήσουν όπως της αξίζει, έχουν παραχωρήσει τα ηνία της σε δεύτερους και τρίτους. Άνθρωποι που έχουν βαλτώσει στη συνήθεια και τη σιγουριά που τους προσφέρει η ρουτίνα της και βολεύονται στα έτοιμα γιατί έτσι τους έχουν μάθει. Άνθρωποι που δε θ’ αναγνώριζαν το όνειρο ακόμη κι αν τους χτυπούσε την πόρτα, γιατί είναι τόσο βυθισμένοι στον εφιάλτη που έχουν μεταφράσει ως ιδανική ζωή.

Συμβιβάστηκαν σε μια κενή ύπαρξη κι έχουν τη λανθασμένη εντύπωση πως είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τους συμβεί. Δεν έχουν τα κότσια να ζήσουν μόνοι τους γιατί φοβούνται τις ευθύνες που θα ξεφυτρώσουν από παντού κι αρνούνται κατηγορηματικά τη δέσμευση με ανθρώπους που δεν ταιριάζουν στην τέλεια ζωή τους. Που δεν μπορούν να τους προσφέρουν αυτά που χρειάζονται για να συνεχίσουν να τη ζουν χωρίς να την αισθάνονται. Που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους, γιατί πολύ απλά έτσι έχουν μάθει.

Άνθρωποι κενοί, που έχουν μείνει μισοί γιατί τίποτα δεν τους προσφέρει χαρά και γαλήνη. Άνθρωποι που έχουν χάσει το νόημα της ζωής κι ίσως να μην το βρουν ποτέ ξανά μπροστά τους. Που δεν έχασαν τους εαυτούς τους γι’ ανεκπλήρωτους έρωτες. Που δεν πάλεψαν για να γίνουν οι επιθυμίες τους πραγματικότητα. Που θα συνεχίσουν να πορεύονται στη χλιαρότητα και την ασφάλεια της ζωής τους, χωρίς να εκτιμούν όλα αυτά που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν τα εμπόδιά της.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη