«Θα δούμε». Δύο λέξεις μόνο κι όμως αρκούν για να μας προκαλέσουν απίστευτη ταραχή, εκνευρισμό και ξενέρα. Ας μας απαντήσει κάποιος από αυτούς που με τέτοια ευκολία ξεστομίζουν αυτή τη φράση, τους είναι τόσο δύσκολο να πουν απλώς ένα «ναι» ή ένα «όχι»; Γιατί δεν απλοποιούν λίγο τα πράγματα; Γιατί δε μας κάνουν πιο εύκολη τη ζωή;

Το κακό με αυτή τη φράση είναι ότι κολλάει παντού και πάντα. Εύχρηστη, ελαστική, ικανή να ταιριάξει σε όλες τις συζητήσεις κι όλες τις περιστάσεις, έτοιμη να μας σπάσει τα νεύρα για τα καλά. Θα πάμε για ποτό; Θα δούμε. Θες να φάμε μαζί το βράδυ; Θα δούμε. Πάμε για ταινία μετά; Θα δούμε. Θα του πεις να χωρίσετε τελικά; Θα δούμε.

Την σερβίρουν σε κάθε μας ερώτηση, η εύκολη λύση, το κλειδί για όλα. Το ζήτημα είναι γιατί κάποιος να χρησιμοποιεί αυτή τη φράση ξανά και ξανά; Αποσκοπεί κάπου, έχει βολευτεί ή απλώς είναι μια συνήθεια; Πολλές φορές το «θα δούμε» είναι ένας τρόπος να αναβάλουμε ή καλύτερα να αποφύγουμε μια κατάσταση, δύσκολη, περίεργη, αμήχανη. Πετάμε τις μαγικές λέξεις και δίχως να πληγώσουμε κανέναν απλώς ξεγλιστράμε απ’ την άβολη θέση και βρισκόμαστε αυτόματα σε μία βολική κι ασφαλή γωνιά.

Με την απάντηση αυτή σε κάθε είδους ερώτηση, ποτέ δε δυσαρεστούμε κανένα. Δε λέμε «όχι» και φυσικά γλυτώνουμε έτσι και τα μούτρα ή την γκρίνια. Χωρίς πολλά-πολλά και χωρίς να μας ζαλίζει ο συνομιλητής μας, τον αποστομώνουμε και δεν του αφήνουμε περιθώρια να αντιδράσει. Άλλωστε, δεν απορρίψαμε την πρότασή του. Δηλώσαμε πως είμαστε σε διαδικασία σκέψης και το βλέπουμε.

Παράλληλα αποφεύγουμε να πούμε «ναι» και μετά να το μετανιώσουμε ή να κάνουμε κάτι αναγκαστικά και χωρίς καμία όρεξη. Δίνουμε το περιθώριο στον εαυτό μας να αποφασίσει σιγά-σιγά και να πάρει το χρόνο του. Κάποιοι από εμάς είμαστε εξαιρετικά αναποφάσιστοι και το «θα δούμε» είναι η απόλυτη σωτηρία μας, τη στιγμή που κάποιος επιμένει και θέλει απεγνωσμένα μία καταφατική απάντηση.

Τελικά, οι άνθρωποι βολεύονται, καθησυχάζονται και δε θέλουν πίεση κι εξαναγκασμό για την οποιαδήποτε απόφαση και πράξη, απ’ το πιο μικρό κι ασήμαντο μέχρι κάτι σημαντικό κι ουσιώδες. Άλλοι δεν αντέχουν την πίεση κι ελίσσονται με μία διπλωματική ατάκα, όπως το «θα δούμε» κι άλλοι απλώς έχουν καταλάβει ότι τη γλιτώνουν, οπότε και καταφεύγουν σε αυτήν αρκετά συχνά.

Όλοι λίγο-πολύ κάποιες στιγμές στη ζωή μας έχουμε επιλέξει να απαντήσουμε με αυτόν τον τρόπο. Όμως κάποιος πρέπει να εξηγήσει σε αυτούς που το έχουν κάνει τρόπο ζωής και λύση σε κάθε τους πρόβλημα, πως αυτή τους η ρευστότητα μας εκνευρίζει εξαιρετικά πολύ.

Η αβεβαιότητα του να μην ξέρεις τελικά τι επιθυμεί και πώς θα πράξει ο συνομιλητής σου είναι ό,τι πιο άσχημο. Σε δεσμεύει, σε βάζει στη διαδικασία να εξαρτάσαι απ’ την απάντησή του που δεν ξέρεις πότε θα σου δώσει και στην τελική δε σε σέβεται όταν διαρκώς αποφεύγει να ξεκαθαρίσει τη στάση του.

Είναι απίστευτα εκνευριστικό να μας αφήνετε στο εκκρεμές και στο μετέωρο περιμένοντας μια απάντηση, όποτε αποφασίσετε εσείς. Καθένας θέλει να κανονίσει το πρόγραμμά του, να ορίσει τις πράξεις του, να ξέρει με λίγα λόγια τι του γίνεται. Με το «θα δούμε», κανένας ποτέ δεν είδε τελικά. Παρά μόνο χάλασε το πρόγραμμά του, έσπασαν τα νεύρα του και δεν πρότεινε ξανά στο συνομιλητή του κάτι.

Το «θα δούμε» μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο κάποιες φορές, αρκεί ορισμένοι να μην το κάνετε κτήμα σας και το πετάτε πάντα και παντού. Ξεφύγετε από αυτό, αν θέλετε να έχετε μια όμορφη σχέση με τους ανθρώπους που σας περιβάλλουν, δώστε τους περισσότερη ειλικρίνεια.

 

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη