Παραδέξου πως στη ζωή πότε την είχες σύμμαχο και πότε εχθρό σου. Γι’ αυτή τη σιωπή μιλώ που έρχεται πάντα σε χαρές και λύπες. Την ξέρεις. Την έμαθες ίσως κι εσύ καλά. Σου κράτησε συντροφιά κι ας τη μίσησες τόσο. Έκανε τους παλμούς σου να χτυπούν πιο γρήγορα όσες φορές ήσουν σε αναμονή. Είναι, όμως, τόσο κακή συντροφιά όσο νομίζουμε;

Η αλήθεια είναι πως αυτή η παλιόφιλη έχει πολλά πρόσωπα. Μια βρίσκει καταφύγιο σ’ αυτές τις μούρες που αγαπάς, γιατί δε χρειάζεται να πεις τίποτα περισσότερο και μια πνίγεις χίλιες φωνές μέσα σου για να μην γκρεμίσεις τα πάντα γύρω σου. Κι αν πρέπει να ακούσεις μια συμβουλή, δε λένε τυχαία πως η σιωπή είναι χρυσός.

Πόσες φορές έκλεισες και διπλοσφράγισες με το κλειδί την πόρτα, κατέβασες παντζούρια κι έμεινες μόνος με το μεγαλύτερο τέρας, τη μοναξιά. Μόνο αυτή ήταν εκεί κι ας ήθελες να την πνίξεις. Δεν επέλεξες να είσαι μόνος. Δεν είναι ότι δεν είχες εκατό επιχειρήματα να τη δικαιολογήσεις. Δεν ήταν αδυναμία. Απλά ίσως κάπου μέσα σου να κουράστηκες να μιλάς και να εξηγείς όσα οι άλλοι δε θέλουν να καταλάβουν. Γιατί όλοι την αλήθεια τους θα στηρίξουν.

Τώρα φέρε λίγο στο νου σου όλους αυτούς που δεν πίστεψαν ποτέ σε σένα. Αυτούς, ντε, που άκουσαν αυτά τα δυο-τρία όνειρα που σου ‘διναν ελπίδες, αλλά δεν τα θεώρησαν εφικτά. Θυμήσου όταν τα έκανες πράξη, δε χρειάστηκε να πεις τίποτα. Η σιωπή και τα έργα σου ούρλιαξαν από μόνα τους. Και μεταξύ μας, ακόμα και να μιλούσες, φιλαράκι, πάντα θα ‘βρισκαν κάτι να πουν.

Σε έναν καβγά, σε μια παρεξήγηση ή ακόμα και σε μια διαφωνία που θα συναντήσουμε καθημερινά στη ζωή μας, μην την ξεχνάς. Αν την πιστέψεις, αν μπορέσεις να καταλάβεις πόση δύναμη κρύβει, θα σε βοηθήσει. Αν τη σπάσεις, ίσως σε φέρει στο ειδώλιο του κατηγορουμένου κι όλα μα όλα μπορούν να  γυρίσουν εναντίον σου. Μάθε, λοιπόν, τη δύναμή της. Μάθε πώς μπορεί να συμμαχήσει με το δίκιο σου. Αλλά θυμήσου πως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να την ταυτίσεις με το συμβιβασμό. Γιατί εκεί κινδυνεύεις να εγκλωβιστείς σε σιωπές που γίνονται φυλακές.

Ας πάμε λίγο πίσω. Εκεί που ένιωσες πως με κάποιους ανθρώπους δεν ήθελες να πεις τίποτα, αλλά μιλούσες μ’ αυτές τις ματιές. Κι έλεγες τις μεγαλύτερές σου αλήθειες. Έκρυψες όλη σου την αγάπη κι όλη σου τη στοργή σε ένα βλέμμα. Και μιλούσες μ’ αυτή τη σιωπή που δεν ήθελες με τίποτα να στην πάρει κανείς.

Όταν νιώθεις, όταν το μέσα σου παίρνει φωτιά τα μάτια είναι η μόνη μιλιά που θα βρεις. Και ποιος δεν νοστάλγησε αυτές τις σιωπές. Ποιος δεν τις έψαξε ξανά και ξανά. Ποιος δεν τις λάτρεψε. Είναι η ζεστασιά της σιωπής. Είναι η οικειότητα που σου δίνει.

Άρα για να αποζητήσεις ξανά αυτό το συναίσθημα, για να νιώθεις πως λείπει, η πραγματικότητα φωνάζει πως το ‘χασες. Θυμήσου την πρώτη φορά που ένιωσες πως αυτή η σιωπή είναι άβολη. Πως πίσω από αυτή κάτι κρύβεται. Δεν είναι εκεί αυτή η ματιά κι ζεστασιά που σου ‘μαθε. Ξεκινάς να νιώθεις μια απόσταση. Έναν άνθρωπο απέναντί σου που σε γεμίζει κενό. Κι εκεί αρχίζεις να τη μισείς. Αρχίζεις να προσπαθείς σπασμωδικά να τη σπάσεις. Δεν τις θες αυτές τις σιωπές. Μυρίζουν τέλος.

Θα δεις ζευγάρια να κάθονται σαν δυο κομπάρσοι ο ένας απέναντι στον άλλο, με ένα μαραφέτι στο χέρι να κατασκοπεύουν τις ζωές τρίτων, αγνοώντας τη δικιά τους που αιμορραγεί. Θα θεωρήσουν αυτή τη σιωπή μια κρυφή συμφωνία μεταξύ τους ενάντια στα μάτια του κόσμου και της πραγματικής μοναξιάς. Θα δεις κι αυτούς τους φρεσκοερωτευμένους να χαζεύουν ο ένας τον άλλο και να κοιτιούνται για ώρες. Θα ψάξεις ανάμεσα σε δικές σου στιγμές τη σιωπή με τον πραγματικό φίλο. Αυτόν που ήρθε κι ήταν εκεί ώρες αμέτρητες χωρίς να βγάζεις άχνα στις μαύρες σου.

Αυτές τις σιωπές να ζητάτε. Τις αληθινές, τις ζεστές, τις πραγματικές. Αγαπήστε τη δύναμη της σιωπής σαν να ‘ναι η μόνη που σας απόμεινε.

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη