Η Μητέρα Τερέζα, αν έφτανε την ψηφιακή καθημερινότητά μας και πιο συγκεκριμένα τη μετά-facebook εποχή, θα καμάρωνε τα παλικάρια που γίνονται θυσία για το συνάνθρωπό τους. Τα καμάρια που προσφέρουν από νεφρό μέχρι και κάρτες ομιλίας για να δείξουν το μεγαλείο της ψυχής τους, φτάνει να καταφέρουν να ανταλλάξουν αριθμό τηλεφώνου με το άτομο που τους ενδιαφέρει.

Στις πρώτες εποχές του facebook, εκείνες τις μέρες που ανακαλύπταμε ενδιαφέροντα γκρουπ και διαβάζαμε σχόλια κάτω από δημοσιεύσεις που μας έκαναν κλικ, το μάτι μας έπεφτε σε δυο γραμμές που έλεγαν «Βάζω κάρτες  Χ εταιρείας, για πληροφορίες chat». Στα σχόλια δε, κάτω απ’ τη συγκεκριμένη ανάρτηση έβλεπες άντρες-γυναίκες και τον καλό Σαμαρείτη να διευκρινίζει πως τις προσφέρει μόνο σε κοπέλες. Κάτσε, ρε φίλε! Όπα, λίγο. Τα παλικάρια μας δεν έχουν ανάγκη την υπέρτατη κίνηση ανθρωπισμού σου; Λες κι ο Χριστός μας δίδαξε «Ο έχων δύο κάρτες να δίνει τη μία στο Μαράκι που έχει πλούσια τα ελέη»;

Κι αλήθεια, αναρωτιέμαι αν η ανάγκη για επικοινωνία, για ανθρώπινη επαφή (ή ακόμη και για σαρκική), εξαγοράζεται σήμερα με μια μικρή καρτούλα, που μεταξύ μας έχει πιθανότητες κάτω του 1% να πιστωθεί όντως. Η προσφορά πατά στην ανάγκη με απώτερο σκοπό τη γνωριμία; Μια γνωριμία που ξεκινά σαν μια απλή συναλλαγή, όπου ο δότης προσφέρει μόνο με αντάλλαγμα. Μια εναλλακτική παροχή υπηρεσιών, ένα ενεχυροδανειστήριο μοναξιάς κρυμμένο πίσω από οθόνες στα σαλόνια και τις κρεβατοκάμαρες μιας άδειας ζωής.

Όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπήκαν για τα καλά στην καθημερινότητά μας κι οι μουτσούνες μας άρχισαν να φιγούραραν παντού –μέσα από φωτογραφίες που, μεταξύ μας, μπορεί να έχουν περισσότερη επεξεργασία κι από αλεσμένο κόκκο καφέ– οι άνθρωποι πήραν το θάρρος να στέλνουν μηνύματα σε αγνώστους κι αν δεν έπαιρναν απάντηση ή δεν έβρισκαν ανταπόκριση, έμαθαν να το παίζουν ψυχολόγοι κι ανθρωπιστές, προσπαθώντας να ξεκινήσουν ντε και καλά μια συνομιλία με το έτσι θέλω. Έχουν στο μυαλό τους πως όσο πιο πολύ πουλήσουν ένα καλό και φιλεύσπλαχνο εαυτό, τόσο πιο πολύ θα δελεάσουν τον άλλο να τους μιλήσει. Μα αλήθεια, αυτά τα παραμύθια να μην πιστεύαμε, θα γλυτώναμε από κάμποσες ψευδαισθήσεις.

Πίσω από οθόνες όλα είναι εφικτά. Όλα μπορούν να υποσχεθούν. Γίνεσαι όποιος εαυτός θέλεις. Ο καλός, ο κακός, ο φιλεύσπλαχνος, ο δικηγόρος, διαλέγεις και παίρνεις. Διαλέγεις μια περσόνα αναλόγως φωτογραφίας υποψηφίου και βαθμού δυσκολίας. Αναρωτήθηκε ποτέ κάποιος αν απλά δε γουστάρει γνωριμίες ο άλλος; Αναρωτήθηκε κανείς αν σιχάθηκε να διαβάζει καθημερινά εκατό μηνύματα με το κοντό και το μακρύ του καθενός; Μήπως απλά χέστηκε για την υπέρμετρη ανάγκη της προσφοράς της Σάρας και της Μάρας στο διαδίκτυο; Ναι, φιλαράκι, γιατί όποιος ανοίγει ένα λογαριασμό στα social media δε σημαίνει αυτομάτως πως ψάχνεται, κάλλιστα μπορεί να θέλει να τον χρησιμοποιεί μόνο για τον εαυτό του και τον περίγυρό του κι όσο κι αν γελά με τέτοια καραγκιοζιλίκια, από ένα σημείο και μετά εκνευρίζεται.

Αξιοπρέπεια κι αποδοχή της απόρριψης. Στο 2018 δεν υπάρχουν ιππότες κι αν υπήρχαν σίγουρα δε θα επέμεναν ξανά και ξανά σε γνωριμίες με το ζόρι. Γιατί; Γιατί αν δε σε δει, αν δε σου μιλήσει, αν δε σε κοιτάξει στα μάτια –τα πραγματικά, όχι τα επεξεργασμένα– γιατρειά δεν έχει και γιατί το παρακάλι είναι ντεκαβλέ, σε οποιαδήποτε μορφή του, πόσο μάλλον στην πιο γελοία κι απελπισμένη. C’est la vie!

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη