Αυτές οι χαμένες ψυχές που τυχαία σε προσπερνούν στο δρόμο, κάθονται δίπλα σου σε μια καφετέρια ανάμεσα στη βαβούρα του κόσμου, σου χαμογελούν εγκάρδια κάθε φορά που θα σε δουν. Τις ξέρεις, τους μιλάς καθημερινά και κρύβουν τη θλίψη όλου του κόσμου σ’ αυτό το αληθινό τους βλέμμα. Είχαν μια ζωή κι αυτοί, μια ρουτίνα που έχτισαν παλεύοντας σαν εσένα και μένα σ’ αυτή τη ζούγκλα που ζούμε.

Λένε πως τα μάτια είναι το παράθυρο της ψυχής, αλλά τα δικά τους μάτια δεν είναι εύκολο να τα δεις. Πέρασαν μια μεγάλη τραγική ιστορία και βρίσκουν αδύνατο να δώσουν την καρδιά τους σε άνθρωπο. Η θλίψη, βλέπεις, πρόδωσε την πίστη τους στην εμπιστοσύνη και έτσι επέλεξαν ν’ αποτραβηχτούν σε εκείνη τη γωνιά βάζοντας τον εαυτό τους από πρωταγωνιστή σε παρατηρητή. Θα τους δεις με γυμνά χέρια να προσπαθούν να πλάσουν μέσα απ’ το χάος που ζουν μια καθημερινότητα.

Θα είναι συχνά αφηρημένοι και βυθισμένοι σε στιγμές που έφυγαν και θα τελειώνουν την κάθε σκέψη μ’ ένα ερμητικό μειδίαμα που κάθε άλλο παρά χαμόγελο θυμίζει. Πολλοί θα πουν πως τα έχουν χάσει, πως πρέπει να δουν κάποιον ειδικό να τους γιατρέψει. Μέσα στις στάχτες της φωτιάς που πέρασαν δεν έχει μείνει τίποτα παρά μόνο ο γυμνός εαυτός τους.

Κάπως έτσι κι ο Φοίνικας αναγεννήθηκε μέσα απ’ τις στάχτες του. Δεν υπάρχει επιστροφή στη ζωή που είχαν. Κανένας ειδικός και κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να πάρει πίσω το χρόνο. Μέσα στο ταξίδι της επαναφοράς τους τα λόγια δεν έχουν καμία αξία.

Οι χαμένες ψυχές διψούν για αγάπη. Διψούν για αλήθεια στα μάτια των γύρω τους. Διψούν για το βλέμμα, που θα τους κοιτάξει διαπεραστικά και θα τους δώσει μια συμμαχία στη ζωή που προσπαθούν να ξαναχτίσουν. Θα περάσουν αρκετό χρόνο μόνοι τους. Θα το επιδιώξουν, γιατί έχουν κουραστεί να τους επικρίνουν και να νιώθουν τη λύπηση γύρω τους.

Θα τους δεις ν’ αυτοσαρκάζονται για να μην κλάψουν κι αυτή είναι η ομορφιά τους. Θα τους δεις να αψηφούν τον κίνδυνο και να ζουν μια ζωή αντίθετη μ’ αυτή που έχασαν. Δε θα τρομάξουν, αν φάνε τα μούτρα τους. Ίσως να γελάσουν μέχρι δακρύων για κάθε εμπόδιο σ’ αυτό το ταξίδι. Αν θελήσουν να σε έχουν στη ζωή τους θα γίνουν φωτιά να κάψει ότι σε στενοχωρέσει. Δε θα συγχωρήσουν όμως την προδοσία. Δε θα ξεχάσουν καμία φυγή από κοντά τους.

Ζούμε στη γενιά των χαμένων ψυχών. Οι περισσότεροι δεν πιστεύουν πια στον έρωτα, στη φιλία, στην οικογένεια. Άλλοι δεν έχουν καρδιά να δώσουν, παρά μόνο απομεινάρια απ’ το ξερίζωμα που της έγινε. Η μόνη γιατρειά είναι ο χρόνος. Ο χρόνος που ξερίζωσε αυτές τις καρδιές θα βρει τον τρόπο να τις επιστρέψει την κατάλληλη στιγμή.

Εκεί που θα πρέπει, εκεί που θα αξίζει, κι εκεί που δε θα βρει χαραμάδα να ρημάξει ξανά.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου