Και να ‘μαι εδώ. Σε μια ξένη χώρα. Σε ένα μπαλκόνι, ένα βράδυ που μια απρόσωπη πόλη σίγησε. Κοιτάω τον ουρανό. Αυτό το απέραντο κι αναρωτιέμαι αν η μοναξιά μου σε φτάνει εκεί που βρίσκεσαι. Αν για ένα λεπτό, κοιτώντας αυτό τον μαύρο ουρανό, με τα αστέρια του, συναντήθηκαν ξανά οι ματιές μας.

Και φεύγουμε οι άνθρωποι. Γεμίζουμε μια βαλίτσα, με διαστάσεις ενός μικρού παιδιού, και τραβάμε να χαθούμε ανάμεσα στο πλήθος. Ανάμεσα σε τόσες άλλες χιλιάδες ψυχές, διψώντας να νιώσουμε μόνο για λίγο πως είμαστε ξένοι. Πως ανάμεσα σε αυτούς τους αγνώστους κανένα παρελθόν δε χωρά. Κανένα σκοτάδι δε θα μας πνίξει.

Ψευδαισθήσεις γι’ αυτούς που ξέρουν πως ποτέ δε θα βρουν γωνιά να τους κρύψει. Γιατί αν κάτι έμαθα, αν κάτι έκρυψα στην καρδιά μου, είναι η αλήθεια. Αυτήν την αλήθεια που φωνάζει πως δεν ξεχνάς σε ξένους ουρανούς, δεν αδειάζεις σε νέους τόπους. Δε φεύγει, η πεισματάρα, η σκέψη λεπτό απ’ το μυαλό. Κι ας προσπάθησες να μην τη χωρέσεις σε ‘κείνη τη μικροσκοπική βαλίτσα που κουβάλησες με ό,τι βιαστικά γέμισες.

Πονάνε οι άνθρωποι. Πονάνε κι ελπίζουν πως με τις φυγές, η ψυχή θα βρει αλοιφές και γιατρικά. Ελπίζουν πως σε κάθε στενό θα βρουν αμνησίες που μέσα τους θα κλείσουν ό,τι τους πόνεσε. Ψέματα γι’ αυτούς που ακόμα ελπίζουν. Δεν υπάρχουν καρδιές χωρίς χαρακιές. Δεν υπάρχουν φυγές χωρίς παρελθόν και πόνο. Δεν υπάρχει καμιά επιλογή πέρα απ’ την αλήθεια. Αυτή που τα βράδια σε όποια γωνιά της Γης κι αν βρεθείς θα σου κρατά συντροφιά. Κι ας μην τη θες για φίλη. Ας μην της κρατάς θέση κοντά σου τα βράδια αυτά που θα πονάς.

Θα είναι εκεί σιωπηλά πάντα κοντά σου. Και κάπου ανάμεσα στο χρόνο που θα περνά, θα συνηθίσεις την επίμονη παρουσία της. Θα της κάνεις σιγά-σιγά όλο και περισσότερο χώρο για να κάθεται δίπλα σου. Γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Σαν σκιά, όπου κι αν πας, θα είναι κι αυτή. Κι όταν ο πόνος τυφλώνει, αυτή θα είναι το μόνο φως στο σκοτάδι.

Όσα διψά η ψυχή να πει, να ξέρεις πως μπορεί ποτέ να μην υπάρξει ο κατάλληλος χρόνος να βγουν από μέσα σου. Γιατί δεν υπάρχει η σωστή στιγμή. Αν ορίζαμε τη ζωή, αν ορίζαμε το αύριο που ξημερώνει, θα ήμασταν θεοί. Δε θα πονούσαμε, δε θα νιώθαμε την ομορφιά της ανάσας μετά τον παραλίγο πνιγμό. Κι είναι τόσο παράξενα όμορφη, φίλε μου, που χίλιες αιωνιότητες δε θα ήταν αντάλλαγμα για όλα τα όμορφα που ζήσαμε.

Κι ας είναι νόμος γραμμένος με δάκρυα η αλήθεια πως ό,τι αγαπάμε πιο πολύ, θα είμαστε καταδικασμένοι να το χάνουμε. Και θα περιμένουμε σαν διψασμένοι ονειροπόλοι μια άλλη ζωή να επανορθώσουμε. Κι ας είναι ένα ψέμα. Κι ας είναι ένα πανέμορφο γλυκό ψέμα που σαν παιδιά τολμάμε να πιστεύουμε για να ηρεμεί η ψυχή μας. Να σιωπούν τα βράδια αυτά τα αγρίμια που διψούν για αγάπη. Που γεύτηκαν αυτή τη γλυκάδα της αγάπης που χάθηκε ξαφνικά τραβώντας μαζί της ό,τι αθώο πιστέψαμε.

Κι ας πάμε στην άλλη άκρη της Γης. Κι ας δούμε τα αστέρια σε όποια γωνιά του πλανήτη μας πάει το σώμα. Αυτή την καρδιά, να ξέρεις, ποτέ δε θα την αλλάξεις.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη