Αν ψάξουμε να βρούμε τον ορισμό της αδελφής ψυχής, ο καθένας από εμάς βάσει των δικών του βιωμάτων θα έχει να δώσει τη δική του εκδοχή. Εγώ θα το παρουσίαζα ως δύο ανθρώπους, όπου ο ένας έχει το κλειδί κι ο άλλος την κλειδαριά. Κι αυτό το κλειδί ταιριάζει απόλυτα, χωρίς καμιά δυσκολία να ανοίξει την ψυχή του άλλου. Είναι δυο άνθρωποι που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο σαν να προϋπήρχε μια σύνδεση μεταξύ τους από άλλες ζωές.

Πολλές φορές σε διάφορες δυσκολίες και καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε, κάποιοι άνθρωποι τη σωστή –ετεροχρονισμένη– στιγμή έρχονται στη ζωή μας δίνοντάς μας το κουράγιο και την ώθηση να προχωρήσουμε. Συχνά είναι μέσα από γνώριμες μορφές για μας όπως αυτή του κολλητού που ήρθε κι έμεινε στη ζωή μας απ’ το πουθενά, του συντρόφου που παρ’ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει ακόμη έχει τον τρόπο να μιλά στην ψυχή μας και να μας καταλαβαίνει όπως κανένας άλλος.

Ψάχνοντας πάμπολλες φορές τι πάει να πει «αδελφή ψυχή», έπεσα σε μια παράδοση της ελληνικής μυθολογίας, όπου ο άνθρωπος ήρθε στη γη με δύο κεφάλια, τέσσερα πόδια και χέρια, μα φοβούμενος ο Δίας την εξουσία που θα μπορούσε να έχει, τους μοίρασε και τους καταδίκασε να ψάχνουν το άλλο τους μισό για μια ζωή. Κάπως έτσι, όμως, δεν το έχουμε όλοι πλάσει στο μυαλό μας; Δυο άνθρωποι που μπορεί να είναι τοποθετημένοι στο άλλο άκρο αυτής της Γης, ψάχνοντας αγωνιωδώς ο ένας τον άλλο για να νιώσουν ξανά ολοκληρωμένοι.

Σε πόσες σχέσεις δε νιώσαμε «μισοί»; Σε πόσα σκορπίσματα του εαυτού μας δε νιώσαμε μοναξιά; Πόσες φορές στη ζωή μας, άραγε, να νιώσαμε αυτή τη ζεστασιά της ολοκλήρωσης. Αυτό το συναίσθημα ότι είμαστε σπίτι. Ένα γνώριμο μέρος που μας δίνει όλη την ασφάλεια που χρειαζόμαστε για να προχωράμε στο άγνωστο. Μερικές φορές κάποιους, ακόμα κι απ’ την πρώτη ματιά, τους νιώθουμε τόσο γνώριμους, τόσο οικείους σαν να τους γνωρίζαμε από πριν. Σαν η ψυχή να έχει τη δικιά της μνήμη και μόλις τους συναντάμε να ενεργοποιείται.

Δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι αυτοί να έρχονται σαν σύντροφοι στη ζωή μας. Είναι συχνότερο το φαινόμενο να συναντήσουμε ανάμεσα στους φίλους μας άτομα που έχουν τις ίδιες παράξενες συμπεριφορές με εμάς, παρόμοια βιώματα κι ιδιότητες που ταυτίζονται απόλυτα με τις δικές μας. Πόσες φορές άκουσες το γνώριμο «Δεν το πιστεύω! Κι εγώ ακριβώς το ίδιο κάνω!»; Ας μην αναφερθώ στα ιδιόμορφα μουσικά γούστα του καθενός, όπου ακόμα κι εκεί υπάρχει ταύτιση.

Στο ερωτικό κομμάτι αυτή η ταύτιση της αδελφής ψυχής, στο μυαλό μου, έρχεται στην πιο τελειοποιημένη μορφή της. Δυο σώματα, δυο ψυχές με διαφορετικά βιώματα κι ερεθίσματα, τα οποία συναντήθηκαν και βρέθηκαν στον ίδιο δρόμο την κατάλληλη στιγμή για να ενωθούν, οι δύο που γίνονται ένα. Παγώνουν τον χρόνο κι όλα γύρω τους. Αν φάνηκες τυχερός να το νιώσεις, αν ίσως καταλαβαίνεις για ποιο συναίσθημα μιλώ, τότε ξέρεις πως αυτή η γνωριμία δεν ήταν τυχαία. Γιατί δε σε άφησε ποτέ ξανά όπως σε βρήκε.

Δεν υπάρχει κάποιο συμβόλαιο ή άτυπος νόμος που να εγγυάται πως όταν δυο άνθρωποι κλειδώσουν δε θα χαθούν. Γιατί το «για πάντα» είναι ουτοπικό, ίσως μια παρηγοριά για όλους μας, μια ασφάλεια που θέλουμε να πουλάμε στον εαυτό μας.

Οι αδελφές ψυχές έρχονται τη στιγμή που τις έχουμε περισσότερο ανάγκη, να μας δώσουν αυτή την ώθηση που χρειαζόμαστε για να βρούμε το δρόμο μας. Είναι οι άνθρωποι που δεν περιμένουν ανταλλάγματα στο συναίσθημα που προσφέρουν απλόχερα.

Ίσως, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ένας απ’ τους δυο να μην ήταν ακόμα έτοιμος να δεχτεί και να κατανοήσει αυτό που ήρθε στη ζωή του.  Γι’ αυτό πολλές φορές, νοσταλγικά, για κάποιους θα κρατάμε έναν θρόνο στην καρδιά μας. Μαζί με μια ελπίδα ότι κάποια στιγμή, κάποια πολυπόθητη στιγμή, αν ξανάρθουν, δε θα φύγουν ποτέ ξανά από κοντά μας.

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη