Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Γεννήθηκαν στην ίδια πόλη μένοντας μόλις λίγο μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Ποσό παράξενο να ζει το πεπρωμένο σου λίγα χιλιόμετρα μακριά σου. Να ξέρεις πως αυτός που θα αλλάξει τη ζωή σου ζει λίγο πιο πέρα.

Διερωτήθηκαν πολλές φορές αν τυχαία είχαν ξαναβρεθεί μεγαλώνοντας. Αν σαν δυο ξένοι προσπέρασαν ο ένας τον άλλο. Κι είναι να τρελαίνεσαι κάποιες φορές που δεν μπορούσες νωρίτερα να φωνάξεις «εγώ μεγάλωνα για σένα».

Υπάρχουν κάποιες συναντήσεις, κάποιες καρμικές συναντήσεις που το ξέρεις απ’ την πρώτη τους στιγμή ότι θα σε πάρουν και θα σε σηκώσουν. Γιατί όποιος δεν έζησε την τρικυμία του και δεν κάηκε από έρωτα, πάντοτε θα μένει μισός.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες ήταν τυχαίες συναντήσεις ετεροχρονισμένες μα προγραμματισμένες να συμβούν. Σαν κλεισμένα ραντεβού που ήρθαν μετά από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις κι αρκετό στήσιμο. Σαν να έπρεπε να πονέσεις για να εκτιμήσεις αυτό που θα ‘ρθει. Αν για ένα λεπτό, για μια στιγμή, επέλεγες να κάνεις κάτι διαφορετικό, θα έχανες για πάντα το ραντεβού αυτό. Κάπως έτσι αυτά τα δυο παιδιά, σαν μια μεγάλη συνωμοσία απ’ το απέραντο σύμπαν, συγχρονίστηκαν και μπήκαν το ένα στη ζωή του άλλου.

Εκείνη είχε περάσει μια τεράστια απώλεια στη ζωή της. Έμαθε από παιδί να παλεύει για να κερδίσει αυτά που έχει σήμερα. Μεγάλωσε στις δυσκολίες κι έπρεπε πάντα να είναι ένας μικρός ενήλικας. Εκείνος ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που συνάντησε. Δεν είχε ξαναδεί μάτια να μιλούν και να λένε μόνο αλήθειες. Κι ας μην ένιωσε ποτέ πριν από αυτόν τη σημαίνει να ανήκεις κάπου. Ένωσαν τα χέρια τους κι αποφάσισαν να μεγαλώσουν μαζί στο χάος που τους έσμιξε.

Ο ένας στήριζε τον άλλο με έναν τρόπο που μόνο αυτοί καταλάβαιναν. Έκτισαν έναν δικό τους κόσμο, μόνο για αυτούς και δεν τους ένοιαζε αν αυτό που έβγαινε προς τους άλλους δεν ήταν ραμμένο στα πρέπει των γύρω τους. Θα μπορούσαν να καβγαδίζουν σαν τους χειρότερους εχθρούς, μα θα έσμιγαν στο λεπτό σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Γιατί ήταν αυτός και γιατί ήταν αυτή.

Υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο να μην αφήσουν ποτέ το πάθος και την ένταση να φύγει από κοντά τους. Κι ας πέρασαν χρόνια, τα φιλιά τους είχαν την ίδια ακριβώς αίσθηση ξανά και ξανά. Δεν έγιναν ούτε φιλικά ούτε αδελφικά.

Αυτή σιχαινόταν οτιδήποτε δεν είχε ζωή κι αυτός δε σταματούσε να θέλει να μάθει τα πάντα στον κόσμο γύρω του. Μαζί ήταν αλώβητοι. Ο ένας ήταν η ασπίδα του άλλου κάθε που η βλακεία των άλλων προσπαθούσε να τους επηρεάσει.

Το παραμύθι ήταν πολύ καλό για να έχει ευτυχισμένο τέλος. Γιατί, χρόνια πριν αυτοί οι δύο συναντηθούν, ήταν προγραμματισμένο ξαφνικά κι αναπάντεχα να χωρίσουν. Γιατί το σύμπαν δεν τους έσμιξε μέχρι τα βαθιά γεράματα τους, αλλά στα καλύτερα τους χρόνια.

Ο ένας έπλασε τον άλλο. Ο ένας είναι ο άλλος. Κι ακόμη κι αν δεν είναι πια μαζί, αν τα σώματά τους αποκολλήθηκαν για τώρα στη διάσταση αυτή, οι ψυχές τους θα παραμείνουν ενωμένες μέχρι να ξαναβρεθούν.

Γιατί η τύχη σ’ αυτή τη ζωή δεν είναι πόσα χρόνια θα ζήσεις, αλλά πώς θα ζήσεις αυτά που έχεις. Κι αν ήρθες περαστικός σ’ αυτή τη ζωή και δεν αγάπησες, αν δεν αγαπήθηκες, είναι η μεγαλύτερη σπατάλη που έκανες.

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη