Αυτό το εύθραυστο, μικρό αθώο κοριτσάκι που άθελά της έπεσε σε μια λαγότρυπα και βρέθηκε στη χώρα το θαυμάτων, τη σήμερον ημέρα θα ήταν πιο πιθανό να πέσει σε υπόνομο στη χώρα του χάους. Έναν υπόνομο γεμάτο μάσκες, σημάδια και πληγές όπου το σκοτάδι υπερτερεί.

Αν κι αλληγορία είναι έντονη για τη μικρή μας φίλη, ο ρεαλισμός είναι άπλετος στο σήμερα που ζούμε. Έχουμε φτάσει όλοι, αν όχι οι περισσότεροι, σε ένα σημείο στη μέση του πουθενά από τη δική μας φανταστική χώρα χωρίς οδηγίες για επιστροφή. Γιατί σήμερα πια ζούμε στην εποχή που δεν μπορείς να αγγίξεις σάρκα και οστά, δεν μπορείς να γευτείς τις χαρές του έρωτα καθώς είναι κλεισμένος σε οθόνες, συντομογραφίες και λουσμένος με φίλτρα στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η αθωότητα βρίσκεται πια μόνο στα μάτια και τις ψυχές των παιδιών που πραγματικά γνωρίζουν αυτό τον κόσμο για πρώτη φορά. Που δεν ήρθαν σε επαφή ακόμη με το φάσμα των συναισθημάτων που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας. Έχουν το χρόνο να κάνουν όνειρα, αγνά και ανεξάρτητα με τις επιθυμίες των γύρω τους. Δεν έχουν ακόμη γνωρίσει τα όρια που μάθαμε εμείς. Όριο στη ζωή που μας επέβαλλαν και δεν παλέψαμε. Όσο υπάρχουν παιδιά γύρω μας, όσο υπάρχει αυτή η πραγματική αγνότητα δίπλα μας, τότε θα παίρνουμε μια γεύση της πραγματικής ουτοπικής χώρα των θαυμάτων που χάσαμε στο ταξίδι.

Η Αλίκη του σήμερα, όντας ενήλικας πια, θα γυρνούσε στο σπίτι ξεθεωμένη απ’ τη δουλειά. Θα άναβε ένα τσιγάρο ξεκουράζοντας λίγο το κορμί της στον καναπέ και θα έπαιρνε μάτι τις ζωές των άλλων στο facebook. Θα προτιμούσε να μείνει σπίτι αράζοντας, παρά να πάει για καφέ με τις 2-3 χαμένες απ’ τα τρεχάματα φίλες της. Θα αναπολούσε εκείνα τα χρόνια που είδε και έζησε τα θαύματα. Θα θυμόταν εκείνη την πρώτη φορά που σκίρτησε η καρδιά της όταν τον γνώρισε. Θα θυμάται. Θα κοιτά απλά μηχανικά γύρω της, τη φυλακή που έχτισε τώρα για εκείνη, με τα φανταχτερά της μπιχλιμπίδια και θα χτυπά σαν εργάτης κάρτα καθημερινά στα μπουντρούμια της.

Θα προσπαθούσε εκατό φορές να ψάξει με χάρτες την επιστροφή σε εκείνο το μέρος. Η κάθε Αλίκη από εμάς είχε τη χώρα των θαυμάτων της. Μια αγκαλιά, μια αγάπη, μια οικογένεια.  Μα η φυγή ήταν τόσο αιφνίδια και μέσα στην τρεχάλα δεν άφησε κανένα γνώριμο σημάδι για να μπορεί να γυρίσει. Όσους δρόμους και να πήρε, όσες κατευθύνσεις κι αν άλλαξε, αυτό το δρόμο, αυτή τη διαδρομή ποτέ δεν την ξαναβρήκε.

Και κάπως έτσι το Αλικάκι μας άρχισε να ονειρεύεται αυτά που φωνάζει η ψυχή της, μα δεν μπορεί να την ταΐσει. Σαν όλους τους άλλους πια. Δεν έχει πλέον χρυσαφένια μακριά ξανθά μαλλιά, γιατί της τα έκαψε στο ντεκαπάζ η Σούλα η κομμώτρια. Δεν έχει κάτι διαφορετικό από εσένα κι εμένα πια. Αν την προσπεράσεις στο δρόμο, θα δεις την ταλαιπωρία της και θα περάσει από δίπλα σου σαν όλους τους ξένους στο μετρό. Γιατί όλα τα θαύματα κρατάνε πολύ λίγο στη ζωή μας. Κι αν δεν ξυπνήσουμε ποτέ από αυτά, ζήτω που καήκαμε. Κι εμείς, και η ρίζα της Αλίκης.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή