Έρχονται στιγμές στη ζωή μας που φτάνουμε σε ένα σημείο να θυμώνουμε σε μεγάλο βαθμό αλλά να μην εκφράζουμε αυτόν το θυμό. Νιώθοντας εκνευρισμό, απογοήτευση από φίλους, πίεση από τη δουλειά και την οικογένεια, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που μπορεί να είμαστε συνεχώς νευριασμένοι και θυμωμένοι, χωρίς όμως να αναφερόμαστε στην ένταση και τον θυμό που νιώθουμε. Δεν εξηγούμε εκεί που πρέπει κι όταν πρέπει, για ποιο λόγο έχουμε θυμώσει και τι ακριβώς μας έχει φέρει στην κατάσταση αυτή.

Φιμώνουμε όλον αυτόν τον εκνευρισμό με αποτέλεσμα να έχουμε τεράστιες  εκρήξεις θυμού, οι οποίες συμβαίνουν σε ανύποπτο χρόνο, λόγω κάποιας αφορμής που μας δόθηκε. Ουσιαστικά εκμεταλλευόμαστε αυτήν την αφορμή  για να εκφράσουμε όσα νιώσαμε και θυμώσαμε, χωρίς όμως να είναι αυτή η πραγματική αιτία θυμού. Κάποιες  φορές μάλιστα, ξεσπάμε σε λάθος άτομα επειδή ο οργανισμός μας δεν αντέχει άλλο να κρατάει το θυμό και πιθανόν λόγω αδύναμης αντίδρασης του συνομιλητή μας.

Τι είναι όμως πραγματικά αυτό που μας κρατάει πίσω και δεν εκδηλώνουμε το θυμό μας; Είναι αρχικά οι δικοί μας άνθρωποι, η οικογένεια και οι φίλοι και πιο συγκεκριμένα, η συναισθηματική εξάρτηση που έχουμε απ’ αυτά τα άτομα. Σκεφτόμαστε ότι αν δείξουμε πόσο έχουμε θυμώσει, θα πληγώσουμε και θα στεναχωρήσουμε τα δικά μας άτομα. Νιώθουμε ενοχές για το θυμό που μας έχουν προκαλέσει επειδή είμαστε ανασφαλείς και φοβόμαστε να χαλάσουμε την οποιαδήποτε σχέση που μας αποφέρει συναίσθημα. Υπάρχει πάντα και η περίπτωση που οι δικοί μας άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν εκδηλώσεις οργής και θυμού κι έτσι, γνωρίζοντας αυτό σαν γεγονός,  καταλήγουμε να συσσωρεύουμε όσα νιώθουμε.

Πέραν της συναισθηματικής εξάρτησης, αποφεύγουμε να δείξουμε το θυμό μας όταν εξαρτόμαστε οικονομικά και επαγγελματικά από κάποιον. Πόσες φορές θέλαμε να φωνάξουμε σε κάποιον ανώτερό μας επειδή μας  είχε αδικήσει και δεν το κάναμε; Σίγουρα πολλές και σίγουρα αυτό δεν είχε θετικές συνέπειες  σε μετέπειτα συνεργασία καθώς και συνύπαρξη. Στον εργασιακό χώρο, είναι φυσικό επόμενο να θυμώσουμε και με κάποιο συνάδελφο. Όταν δεν εκφράζουμε αυτόν το θυμό, θα βρεθούμε στην ίδια θέση ξανά, εκνευρισμένοι από τον ίδιο συνάδελφο και φυσικά χωρίς να γνωρίζει τι μας ενοχλεί. Επομένως, βάζουμε τον εαυτό μας σε μια θέση που από την πίεση της δουλειάς θα καταλήξουμε να δείξουμε την χειρότερη πλευρά του εαυτού μας.

Πολλές φορές φιμώνουμε τον εκνευρισμό που νιώθουμε επειδή μοιάζει ανούσιο να πούμε όσα μας πείραξαν ή μας στενοχώρησαν. Δεν έχει νόημα επειδή σκεφτόμαστε την αξία και το χρόνο που δίνουμε, εκεί που τελικά δεν χρειάζεται. Αναφερόμενοι σε όσα μας αγανακτούν, μοιραζόμαστε συναισθήματα και ίσως το να βγουν προς τα έξω να μην είναι σοφή  κίνηση, τη στιγμή που είναι λόγια που θα ακουστούν από κάποιον που μας έχει δείξει ότι δεν τον νοιάζει τόσο πολύ. Γι’ αυτό και πολλές φορές, μεταξύ συζύγων, δε γίνονται απαραίτητες συζητήσεις για θέματα που προκαλούν θυμό και έτσι  καταλήγουν σε τσακωμούς και ανεξέλεγκτες εκρήξεις οργής.

Είτε λέγεται συσσωρευμένος θυμός είτε οργή ή στενοχώρια, μας καταπιέζει και φέρει κακές συνέπειες προς άτομα που, σχεδόν πάντα, ούτε φταίνε ούτε έχουν κάποια σχετική ανάμειξη με το γεγονός που μας προκάλεσε θυμό. Είναι αρκετά σημαντικό να μάθουμε να εκφράζουμε το θυμό μας με ήρεμο τρόπο, την κατάλληλη στιγμή και προς το σωστό άτομο. Είναι σίγουρα και πολύ δύσκολο  όλο αυτό σαν διαδικασία. Αλλά, είναι κρίμα να αφήνουμε όλο αυτό το συσσωρευμένο θυμό να δείχνει άσχημες πτυχές του χαρακτήρα μας και να μας χαλάει τη διάθεση υποσυνείδητα.

Ας μην ξεχνάμε ότι δυστυχώς τα συσσωρευμένα συναισθήματα βγαίνουν αργότερα στο σώμα μας με την μορφή διάφορων προβλημάτων κι αυτό όλοι θέλουμε να το αποφεύγουμε. Για αυτό, μην φοβάσαι τίποτα! Παίρνε βαθιές ανάσες, δώσε χρόνο στον εαυτό σου και πες αυτό που σε ενοχλεί, που σε τσαντίζει ή σε βγάζει εκτός ορίων γιατί έτσι δίνεις στον εαυτό σου την ανακούφιση που του αξίζει. Και που ξέρεις; Ίσως οι συνέπειες να είναι θετικότερες από αυτό που αρχικά περίμενες κι αν δεν εκδηλωθείς, δε θα μάθεις ποτέ τι θα μπορούσε να έχει γίνει. Πες το κι ας πέσει κάτω.

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου