Σύμφωνα με τα πιστεύω των αρχαίων Ελλήνων, η ύβρις θεωρείτο η υπερεκτίμηση των ικανοτήτων και της δύναμης κάποιου πολίτη μαζί με μια αλαζονική συμπεριφορά που πολλές φορές μπορούσε να καταλήξει προσβλητική ως προς την πολιτεία ή τον άγραφο, θεϊκό νόμο. Έτσι, ο υβριστής οδηγείτο σε κατάπτωση και καταστροφή, στοιχεία τα οποία είχαν ως επακόλουθο την άτη, η οποία είναι σχετική με την τύφλωση του νου απ’ τη συνεχή αλαζονεία και το γεγονός πως ο υβριστής δεν μπορούσε να δει καθαρά σε τι πράξεις και παραπτώματα είχε εμπλακεί λόγω αυτής.

Στη συνέχεια, περνούσαν στη νέμεση, που ήταν μια κακή συνέπεια απ’ την επαναλαμβανόμενη αλαζονεία που επέφερε την εκδίκηση και οργή των θεών. Αυτή η αλληλουχία κατέληγε στην τίση, την τιμωρία απ’ τους θεούς ή την πολιτεία και τη συντριβή του εκάστοτε πολίτη που έπραξε ανάλογα.

Περνώντας στη σημερινή εποχή, αυτή η φιλοσοφία, που ξεκινά απ’ την ύβρη και καταλήγει στην τίση, δεν αποτελεί κάτι εντελώς μακρινό ή ξένο απ’ αυτά που εμείς έχουμε συνηθίσει σαν δεδομένα. Άνθρωποι αλαζόνες που θα υπερπροβληθούν μειώνοντας εσένα υπάρχουν πάντα και παντού, είτε αυτό το παντού σημαίνει εργασιακός χώρος, είτε είναι ένα οικογενειακό τραπέζι, είτε κι ένα απλό ποτό με φίλους μ’ έναν καινούριο στην παρέα που θέλει να φανεί για να σας κερδίσει.

Σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν υπάρχει κάποιος Δίας να τιμωρήσει έναν τέτοιο άνθρωπο, είναι καλό κάποιος να κάνει τον κόπο να υπερασπιστεί το φίλο ή αδερφό που έρχεται σε δύσκολη θέση. Aκόμη καλύτερο όμως, είναι ο προσβεβλημένος να απαντήσει με ευγένεια και χαμόγελο, βάζοντας στη θέση του αυτόν που τον έκανε να νιώσει άσχημα χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.

Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι δεν έχει νόημα ν’ ασχοληθούν με τέτοιες προβληματικές συμπεριφορές, γιατί δεν μπορούν να σώσουν όλο τον κόσμο κι έτσι δεν μπαίνουν στη διαδικασία να απαντούν σε άσχημα ή προσβλητικά σχόλια που συνήθως καταλήγουν στο λεγόμενο «ξεκατίνιασμα». Κάποιοι άλλοι πάλι, υποστηρίζουν ότι έχουν κουραστεί να ασχολούνται με τέτοιες περιπτώσεις και ότι πάλι δεν έχει νόημα, καθώς ο καθένας κάνει τις επιλογές του κι απλώς υποχωρούν ησύχως από τέτοιες καταστάσεις.

Είναι και κάποιοι άλλοι, λιγάκι αταίριαστοι αλλά όμορφα αλλιώτικοι (σε σχέση με τους προηγούμενους), οι οποίοι χαμογελούν, χωρίς να πουν πολλά διότι γνωρίζουν ότι στη ζωή όλα είναι μαθήματα και ότι ακόμη και χωρίς δωδεκάθεο, κάποια πράγματα γυρνάνε μπούμερανγκ, περνώντας αργά, σταθερά και ίσως βασανιστικά από την ύβρη στην άτη και από την άτη στη νέμεση καταλήγοντας στην τίση! Αυτούς, τους όμορφα και αταίριαστα αλλιώτικους, τους θαυμάζω γιατί καταφέρνουν να δικαιώνονται μ’ ένα μαγικό τρόπο και κατά κύριο λόγο χωρίς να γίνουν οι ίδιοι υβριστές. Χωρίς δηλαδή να χρειαστεί να βρίσουν, όπως  είναι κι η μεταγενέστερη νεοελληνική χρήση του όρου «ύβρις».

Είναι ενδιαφέρον πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις και κάποιες φορές γίνεται κι ελκυστικό κι αξιοθαύμαστο το να βλέπουμε πώς κάποιος απ’ τον κοινωνικό μας περίγυρο τυγχάνει να έχει μία αρετή ή ικανότητα που εμείς δεν έχουμε στον ίδιο βαθμό ή και καθόλου! Ο καθένας από εμάς πράττει, όπως του ταιριάζει και όπως νιώθει καλύτερα όταν έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις και συμπεριφορές, οι οποίες μπορεί να τον ενοχλούν, να τον έχουν πληγώσει (φιλικά, εργασιακά, ερωτικά) ή να του έχουν στοιχίσει κάποιο χάσιμο χρόνου.

Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, γιατί είναι ένα θέμα καθαρά προσωπικό! Όλα είναι στο χέρι μας κι όλα μπορούμε να τ’ αλλάξουμε όταν σεβόμαστε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες μας! Γι’ αυτό το λόγο, κάνε πάντα αυτό που νιώθεις, ακόμη κι αν εσύ θέλεις να σπάσεις, να φωνάξεις, να κλάψεις, να σωπάσεις ή πολύ απλά να χαμογελάσεις και να φύγεις! Μην επιτρέπεις όμως, ποτέ μα ποτέ, σε κανέναν να σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα κατ’ εξακολούθηση, επειδή απλά πιστεύει ότι έτσι σε έχει ή επειδή εσύ του έχεις δώσει τέτοια εντύπωση.

Το κεφάλι πάντα ψηλά, χαμόγελο στα χείλη κι εσύ να φεύγεις προς αυτό που σου προσφέρει την ελευθερία του να είσαι ο εαυτός σου. Θετική αύρα και όμορφες στιγμές! Και μην ξεχνάς ότι η ευτυχία είναι state of mind!

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου