Αποκαλύπτεται η Ρόη.

Ούτε που θυμάμαι την τελευταία φορά που γαμιόμουνα με πραγματική κάβλα. Ξέρεις από αυτή που νομίζεις ότι θα ξεριζώσεις δέρμα, ότι θα σπάσεις το κρεβάτι. Ούτε που θυμάμαι την τελευταία φορά που αρκούσε η όψη του άλλου για να αποσυντονιστώ τόσο ώστε να χάσω κάθε αίσθηση του χωροχρόνου.

Με άδειασαν τ’ άδεια γαμήσια. Εκείνα που μπαίνεις από αγγαρεία, εκείνα που κάνεις για να μη χάσεις την επαφή με το αντικείμενο, για να ‘ρθουν οι ορμόνες στα ίσα τους, για να μην κοιμηθείς μόνος το βράδυ, για να ‘χεις λόγο να ξυριστείς. Αυτά που στο χύσιμο πάνω θες να ξεκουμπιστεί ο άλλος από δίπλα σου, να μη βλέπεις τη φάτσα του, να μη θυμάσαι τ’ όνομά του. Αυτά τα διεκπεραιωτικά, τ’ αδιάφορα, που περισσότερο σε νοιάζει το χέρι κι η γλώσσα παρά το πήδημα αυτό καθ’ αυτό. 

«Ας ξέρει να γλείφει τουλάχιστον», λες, και κλείνεις τα μάτια να σκεφτείς κάτι που όντως να γουστάρεις. Μα το φούρναρη, μα τη λογίστρια, αρκεί να καβλώσει λίγο και το μυαλό, να ‘ναι πιστευτό το «αχ» που θα πεις.

Ούτε που θυμάμαι την τελευταία φορά που μ’ ένοιαζε η ευχαρίστηση κάποιου άλλου περισσότερο απ’ τη δική μου. Που κρατιόμουν να μη χύσω για να κρατήσει περισσότερο. Που ξεκινούσα απ’ τις πατούσες για να φτάσω ως το κεφάλι για να τον ακουμπάω, να τον τρίβω, να τον φιλάω, να γεμίζουν τα ρουθούνια μου απ’ τη λατρεμένη σάρκα. Που όταν τελικά έμπαινε μέσα αργά και δυνατά έσφιγγα τελείως τα πόδια μου γύρω απ’ τη λεκάνη του, για να τον νιώσω όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο πολύ.

«Μείνε γαμώτο σου και σκίσε με!», δαγκωματιές στα μπράτσα.

Δεν ξέρω αν φταίνε οι άλλοι. Δε γίνεται να φταίνε πάντα οι άλλοι. Ομολογώ ότι σ’ αυτό το διάστημα του ξερού μπες βγες έχω συναντήσει αρκετά αξιόλογους παρτενέρ κι έχω υποκριθεί με ευκολία την τρελαμένη_από_καβλα ώστε τους έπεισα ότι όντως ήμουν, γεγονός που έφερε συχνά-πυκνά τ’ αντίθετα αποτελέσματα αφού επαναπαύτηκαν στις δάφνες τους κι ως ήταν λογικό άρχισαν να επιζητούν μια παρόμοια περιποίηση που δεν είχα ουδεμία διάθεση να προσφέρω. Κάπως έτσι όλες οι περιπέτειες έληγαν σύντομα μιας κι εγώ βαριόμουν να παίζω την καβλωμένη κι εκείνοι να χύνουν πάντα με χέρι. Συνήθως το δικό τους.

Συνειδητοποίησα ότι ένας γκόμενος δε μ’ ενδιαφέρει όταν δε με απασχολεί καθόλου αν θα με βρει πύρκαβλη ή όχι. Βασικά όταν το 95% της πράξης με βρίσκει ανάσκελα ή καθιστή μ’ ανοιχτά τα πόδια ή στην καλύτερη περίπτωση που ο άλλος έχει ρίξει νωρίτερα ένα περιποιημένο γλείψιμο, στα τέσσερα. Γενικός κανόνας με τους αδιάφορους εραστές: Η μεγαλύτερη μου έννοια μη μου πιτσιλίσουν το μαλλί. Η δεύτερη μεγαλύτερη; Να ‘χουν προλάβει τουλάχιστον να μου δώσουν ένα καλό υλικό για μετά. Γι’ αυτό και πάντα φρόντιζα όταν τους έλεγα καληνύχτα, να είμαι ακόμη έστω λίγο καβλωμένη. Ήταν δεδομένο πως με το που έκλεινε η πόρτα, θα ερεθιζόμουν περισσότερο.

Μόνη μου χωρίς ένα πρόσωπο απέναντι, χωρίς αυτό το ενοχλητικό απορημένο βλέμμα για το αν τα κάνουν όλα σωστά, χωρίς να πρέπει να κλείσω τα μάτια για να ‘υχαριστηθώ χύσιμο, χωρίς να ‘μαι υποχρεωμένη ν’ ανάψω τσιγάρο μετά. Και το ανέπτυξα τόσο ώστε με τα χρόνια το έκανα επιστήμη. Μα με το τηλέφωνο του ντουζ, με τα στρώματα, τα μαξιλάρια, ακόμη και τη γωνία του τραπεζιού. Τρελαίνονταν να με βλέπουν να τρίβομαι σε κάθε εκατοστό του δέρματός τους, σε κάθε άκρη του δωματίου. Το παίρνανε για τρόπαιο οι βλάκες, νόμιζαν έκανα σόου για πάρτη τους. Νόμιζαν εκείνοι ήταν η αιτία που έχυνα πέντε, επτά, δέκα φορές. Όλοι καμάρωναν οι ηλίθιοι! Κανένας δεν καταλάβαινε ότι περισσότερο με κάβλωνε να με κοιτάνε παρά να με ακουμπάνε. 

Όταν ερωτευόμουν ήταν αλλιώς. Δεν ερωτεύομαι συχνά όμως κι ακόμη και τότε η απόλυτη ταύτιση φαντασίας και πραγματικότητας έφτανε ως το εξάμηνο μαξ. Έξι ωραίοι μήνες με ατόφιο, αγενές, άγριο και συναισθηματικό γαμήσι και μετά να λέω δόξα το Θεό που τουλάχιστον δεν ξεμένω από ιδέες. Δεν τους κεράτωνα, εκτός αν εσύ που διαβάζεις είσαι από αυτούς που θεωρούν κέρατο ακόμα και τη σκέψη. Ώρες ώρες κι εγώ αμφέβαλλα. Σ’ έναν τυχαίο προσποιείσαι χωρίς τύψεις, έτσι κι αλλιώς κατά 99% κι αυτός προσποιείται. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις αν σ’ ένα κρεβάτι είναι κι οι δύο απόλυτα συγκεντρωμένοι στο εκεί – χώρια αν δε θες να το δεις.

Με τον έρωτα όμως είναι αλλιώς. Τύψεις, ενοχές, απορίες, «μωρό τι λες να βάλουμε καμιά τσοντούλα απόψε;» να δώσουμε άλλοθι ο ένας στον άλλον. Όταν τ’ απογεύματα που ο έρωτάς μου ήταν στη δουλειά με βρίσκανε να παίζω με τα παιχνίδια μου και να σκέφτομαι κάποιον άλλο, ήταν σαφές: έπρεπε να χωρίσω. Και μη φανταστείτε ότι τα κίνητρα ήταν αγνά, τύπου «δεν είναι σωστό να είμαι μαζί του και να χύνω με άλλους». Όχι όχι. Απλώς ήθελα να βρω αυτό τον άλλον που στα χέρια του θα περάσω καλύτερα απ’ ό,τι στα δικά μου. 

Κάποιες νύχτες αισιοδοξώ. Ενθουσιάζομαι τόσο ώστε η φαντασίωση αποκτά πρόσωπο κι αν είμαι τυχερή αυτό το πρόσωπο ίσως με συνοδεύσει στο σπίτι. Κι αν είμαι ακόμη πιο τυχερή θα ξέρει εκτός από χέρια, γλώσσα και πουλί, να χρησιμοποιεί και μυαλό. Κι αν είμαι ανέλπιστα τυχερή θα μπορεί να με ιντριγκάρει χωρίς να με ξενερώσει ή να με επαναπάυσει στο λεπτό. Κι αν είμαι εξωφρενικά τυχερή τα ίδια θα συμβούν και σ’ εκείνον.

Ως τότε, με κούρασαν τα χλιαρά γαμήσια.