Είναι αργά κι έχεις χαμηλώσει τα φώτα. Έχεις τελειώσει τη μέρα σου, έχεις απλωθεί στον καναπέ με το λάπτοπ στην ποδιά και τα πόδια στο τραπεζάκι και με μια κίνηση του καρπού σου στριφογυρίζεις τα παγάκια στο ποτό σου. Σήκω όπως είσαι και πήγαινε να το χύσεις· έχουμε κουβέντα απόψε, θα σου πω.

Αυτά, λοιπόν, τα δικά μου. Σειρά σου τώρα, για πες.

Θα μου πεις ότι τον σκέφτεσαι κι εγώ θα σε πιστέψω. Εκείνον τον άνθρωπο που είναι στη ζωή σου, αλλά όχι στο σπίτι σου απόψε το βράδυ. Έτσι κάνουν· καταλαμβάνουν το χώρο σου κι όταν απουσιάζουν καταλαμβάνουν το μυαλό σου.

Τον γνώρισες προχθές. Μπήκε πρώτη φορά στο στέκι σου σαν να του ανήκε, με ύφος ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα. Αυτά τ’ άγρια θες να τα εξημερώσεις, σκέφτηκες. Από τότε δεν μπορείς να ξεχάσεις εκείνο το κορμί που για μερικές στιγμές χόρεψε πλάι σου κι εκείνα τα δάχτυλα που για λίγο μπλέχτηκαν στις τούφες στη βάση του λαιμού σου και τράβηξαν τόσο όσο ο πόνος να σε ανάψει. Φρόντισες να εξασφαλίσεις αριθμό και να σφίξεις πιο προσεκτικά τη θηλιά στο λάσο σου.

Μπορεί και να τον ξέρεις, όμως. Μπορεί και να τον ξέρεις όπως το δρόμο που χαράσσει η γραμμή της ζωής στην παλάμη σου. Τι του είπες κι απόψε το δρόμο του τον τράβηξε μακριά απ’ το δικό σου; Τι σου είπε και του έδειξες το δρόμο με τα σκυλιά δεμένα; Τσακωθήκατε και τώρα κάθε λέξη που είπατε τη γυρνάς μες στο κεφάλι σου σαν τσίχλα από δόντι σε δόντι. Θες ν’ ανοίξεις το παράθυρο και να την εκσφενδονίσεις με δύναμη, ώστε να μην μπουρδουκλωθεί η γλώσσα σου επάνω στη «συγγνώμη».

Μπορεί ακόμα να τον ξέρεις και να μην έχετε μαλώσει. Απλώς η ζωή δε μας παρκάρει πάντα σωστά, αλλά αρέσκεται να βάζει αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Κυριολεκτικές, χιλιομετρικές αποστάσεις. Έτσι, δημιουργούνται κενά μεταξύ συρμού κι αποβάθρας και τα κενά θέλουν προσοχή πώς θα γεφυρωθούν. Δεν το επαναλαμβάνει τυχαία η κυρία του μετρό. Αν δεν κάνεις σωστά τη δουλειά, το επόμενο βήμα θα είναι και θανατηφόρο.

Είσαι, λοιπόν, μόνος σου κι η μοναξιά είναι το πιο εύφορο έδαφος για να καλλιεργήσει η φαντασία.

Αρχίζεις να θυμάσαι τη μυρωδιά του να έρπει πάνω στο σώμα σου. Τα χείλη του ν’ αφήνουν φιλιά-φτερά στο εσωτερικό των μηρών σου. Τα δάχτυλά του να βυθίζονται στη μέση σου και να κρατούν σε συγχρονισμένο ρυθμό τα σώματά σας που χορεύουν. Τη γεύση απ’ το κρασί στη γλώσσα του. Τον τρόπο που κοιτάει όταν σκύβεις και του λες ένα γλυκόλογο στ’ αυτί καταμεσής στο δρόμο. Τους ήχους που πετυχαίνεις να εκμαιεύσεις απ’ το στόμα του, όταν αγγίζεις όλα τα σωστά σημεία του κορμιού του.

Και κάπου εδώ το σώμα σου φορτώνει και το μυαλό σου περιορίζεται ανυπόφορα μέσα στο κεφάλι σου. Τα πάντα σου ζητούν εκτόνωση κι αν δε σου τη δώσεις σύντομα, θα σαλτάρεις.

Η ενέργεια συσσωρεύεται στην άκρη των δακτύλων σου. Είναι αυτή η αίσθηση του μυρμηγκιάσματος που σε πιάνει. Τη νιώθεις; Τα δάχτυλά σου είναι ανήσυχα κι αποζητούν τη δράση.

Μην αναβάλεις άλλο. Βούτα το κινητό σου και στείλε μήνυμα. Αλήθεια, αρκούν μόνο δύο λέξεις· ένα «σε θέλω» ή ένα «μου λείπεις».

Κι ερχόμαστε πάλι στην αρχή· το μήνυμά σου απόψε να είναι νηφάλιο. Σίγουρα το ποτό είναι φίλος. Σου δίνει την ώθηση που σου λείπει για να μιλήσεις, χαμηλώνει τις άμυνες που σηκώνει ο ανεκδιήγητα δειλός εαυτός σου. Σε κάνει κωλόπαιδο απ’ τα καλά, από εκείνα που βουτάνε τον άλλον απ’ το σβέρκο και του σκάνε γλωσσόφιλο, έτσι επειδή μπορούν.

Όμως, τα ξεμέθυστα μηνύματα είναι μια στάλα πιο γαμάτα. Το «σε θέλω» τους μυρίζει μπαρούτι, τρέλα κι επιθυμία. Αλλά στα μετόπισθεν έχουν επιπλέον μια λογική και μια συνείδηση, που κάνουν όλη τη διαφορά. Όταν ο άλλος σου λείπει και λογικά και παράλογα, τότε η επιθυμία σου έχει όλες τις εγγυήσεις που χρειάζεται. Είναι κατοχυρωμένη απ’ όλες τις πλευρές.

Δύο μόνο λέξεις βάλε τη μία δίπλα στην άλλη και δείξε τους το δρόμο να πάνε χεράκι-χεράκι. Αν τις έχεις ποτίσει, είτε πέσουν σε μπλόκο της τροχαίας είτε μπερδέψουν τα στενά, πάντως να ξέρεις ότι την πόρτα μπορεί να μην τη βρουν. Το νηφάλιο μήνυμα είναι αξιόπιστος οδηγός, που πάντα βρίσκει στόχο.

Μην το κρατάς άλλο το «σε θέλω» που σου καίει τα χέρια. Πέτα το στην αυλή του άλλου, σπάσε του το τζάμι, σπάσε του τον τσαμπουκά κι άνοιξε δρόμο να περάσεις.

Στοχεύσατε και πυρ!

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα