Έκλαψα, αλήθεια σου λέω έκλαψα πολύ. Έγινα η καλύτερη φίλη με τον πάτο, η μοναξιά ήρθε και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που με έπνιξε. Πνίγομαι, πνίγηκα, από εσένα, από εμάς. Εμάς, εμείς…

Δεν είμαστε πια εμείς, δεν υπάρχουμε πια εσύ κι εγώ μαζί. Τελείωσε, ναι, τελειώσαμε. Τόσο καιρό αυτό μου φωνάζουν πως εμείς τελειώσαμε. Πως εσύ έφυγες, πως πρέπει να σταματήσω να σε σκέφτομαι, πως πρέπει να προχωρήσω.

Να προχωρήσω για να πάω πού; Αφού εγώ δε θέλω να προχωρήσω, το ξέρω πως πρέπει, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ γιατί δεν θέλω, γιατί δεν το έχω βάλει στόχο κι ούτε πρόκειται. Ποιον να βρω και γιατί; Δε θέλω να δώσω το κορμί μου αλλού, τα φιλιά μου, τα γέλια μου, τις αγκαλιές μου. Αυτά σου άνηκαν, σου ανήκουν ακόμα.

Έτσι δε φωνάζαμε ο ένας στον άλλο; «Είσαι δικιά μου», έλεγες κι εγώ σου χαμογελούσα. Ακόμα σου χαμογελάω, όταν η φωνή σου κάνει βόλτες στο μυαλό μου. Πόσο μεγάλη ρουφιάνα είναι η ζωή, ρε; Γιατί μας έφερε κοντά αν στην τελική γούσταρε να καταλήξουμε έτσι;

Οι φίλοι φωνάζουν «πρέπει», «για το καλό σου» μου λένε, για σωστό και λάθος μου μιλάνε. Μα πώς να τα ακούσω όλα αυτά, πώς έχουν την απαίτηση από εμένα να τα ακολουθήσω, όταν η ίδια η ζωή φέρνει τους ανθρώπους σε αυτό το σημείο;

Βρήκαν όλοι τώρα την καραμέλα «μην ασχολείσαι», «δεν αξίζει», «δεν είναι για εσένα», «ξέχνα το» και  για αποκορύφωμα «μην το σκέφτεσαι». Μέσα στις πολλές αξίες που έχουμε χάσει, χάσαμε ή μάλλον ξεχάσαμε την αξία του έρωτα, της αγάπης, της σχέσης.

Είναι μεγάλος πόνος ο χωρισμός, απάνθρωπος. Ποιος αποφασίζει πως δυο άνθρωποι πρέπει να χωρίσουν; Η μοίρα, το πεπρωμένο, ο ένας απ’ τους δυο. Κι ο άλλος; Τον ρώτησε κανείς τον άλλο;  Ο κόσμος γύρω μας πονάει σιωπηλά,  μιας και τον διακατέχουν σοβαρότερα, υποτίθεται, θέματα.

Παντού θλιμμένα μάτια, βαριά και σκυφτά σώματα. Σε όλες τις παρέες συζητιέται ένας χωρισμός. Σε γραφεία, σε σχολές, σχολεία, μαγαζιά, παντού. Όλοι τρέχουν, με ακουστικά στα αυτιά, μιλάνε στα κινητά, φωνάζουν, βρίζουν, μέσα σε τρένα, λεωφορεία, αμάξια. Μα όλοι έχουν κάποιον ή κάποια στο νου τους. Ο άνθρωπος πονάει, εσύ πονάς, βουβά…

Κάποιος που αγαπάει κι είναι μόνος, πονάει πολύ. Κι όταν γυρνάς σπίτι και βγάζεις, όπως λένε, τη μάσκα, εκεί να δεις κλάμα. Ο Αλμπέρ Καμύ, σε ένα έργο του λέει πως: « Οι άνθρωποι κλαίμε, γιατί τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως θα έπρεπε να είναι…».

Ίσως μάθω κάποια μέρα γιατί τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως εγώ πίστευα πως πρέπει να είναι, μέχρι τότε όμως δεν έχω άλλα δάκρυα για εσένα. Στέρεψα μέσα μου, έσκαψα τόσο πολύ την ψυχή μου που δεν έχει τίποτα άλλο μέσα της για εσένα. Φώναξα, ούρλιαξα, έσπασα κι εσύ πουθενά. Περίμενα τόσα βράδια, τόσα απογεύματα, τόσα πρωινά. Με θλιμμένα μάτια, σε έψαχνα, σε έβριζα, σκεφτόμουν πόσο ανάγκη έχω την αγκαλιά σου κι εσύ πάλι δεν ερχόσουν.

Τελείωσαν, λοιπόν, τα δάκρυα μου για εσένα κι αν ποτέ με δεις να κλαίω, να βουρκώνω, τότε να ξέρεις πως θα έχεις τελειώσει εντελώς μέσα μου. Γιατί το κλάμα μου θα δείχνει τη συνειδητοποίησή μου, γιατί τότε θα έχω κατανοήσει τα λόγια τους, γιατί τότε θα έχω γίνει πια καλά. Μέχρι τότε θα συνεχίζεις να νιώθεις πως σε σκέφτομαι, μέχρι τότε δεν έχει δάκρυα…

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη