Δε βρίσκω λέξεις να σε περιγράψω, όταν με ρωτούν για εσένα. Κάνω σαν να μην ξέρω τίποτα για εσένα, δε θέλω να ξέρει κανείς. Αλήθεια, το μόνο που κάνω είναι να χαμογελάω, όταν αναφέρεται το όνομά σου.

Τι όμορφο όνομα που έχεις, πόσο σου πηγαίνει, πόσο συνδυασμένο είναι με εσένα. Αυτό το όνομα είναι η εικόνα σου, στο μυαλό μου. Μόλις το ακούω εσύ σκας μύτη στη σκέψη μου κι όταν κάποιος συνονόματος σου μου συστήνεται, εγώ πάλι χαμογελάω…

Τα πολλά σου τσιγάρα, η χροιά σου, τα μάτια σου κι αυτή σου η τρέλα. Τα έχεις όλα γραμμένα κι ίσως κάποιοι σε περνάνε για σνομπ, για αναβλητικό τύπο, για λίγο βαρεμένο. Μα εγώ ξέρω πως είσαι ένας μεγάλος ξεχασιάρης, ένα παιδί που δίνει σημάδια μόνο σε ό,τι τον γοητεύει. Σε ό,τι είναι διαφορετικό, σε ό,τι έχει μέσα αλήθεια και μπέσα. Βαριέσαι εύκολα, θέλεις συνεχώς παιχνίδια, βλέμματα, αγγίγματα και, ρε διαολάκι, ό,τι βάζεις στο κεφάλι σου το κάνεις.

Θες γέλια, χαμόγελα κι όχι κατσούφηδες ανθρώπους να σε περιτριγυρίζουν. Μπορείς να μεταλλαχθείς σε δευτερόλεπτα απ’ το πιο κυνικό ον στο πιο τρυφερό. Μα η φύση σου είναι τόσο τρυφερή, τόσο αθώα.

Αγαπάς, μπορείς να αγαπάς. Ξέρεις οι άνθρωποι πλέον φοβούνται, αποφεύγουν, να αγαπούν. Γιατί ξέρουν πως είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη. Μα εσύ δε φοβάσαι, θες συνεχώς να δοκιμάζεις καινούργια πράγματα.

Ταξιδεύεις στις σκέψεις και στις περίεργες μουσικές σου και λες πως: «Όταν κάποιος σκέφτεται πολύ, όλη την ώρα, είτε σκέφτεται λάθος πράγματα είτε τον λάθος άνθρωπο…».

Χάνεσαι, φεύγεις και ξανά έρχεσαι κι όλο μου λες να μη σε παρεξηγώ. Δε βγάζει άκρη μαζί σου κανείς, πολλές φορές ούτε εσύ ο ίδιος. Οι άνθρωποι σε έχουν συνηθίσει έτσι, μερικές φορές σου φωνάζουν κιόλας, μα δεν έχουν αναρωτηθεί το γιατί. Γιατί έτσι είσαι εσύ, κάνεις όνειρα, μα παράλληλα δε σ’ αρέσει να μιλάς σε μελλοντικούς χρόνους. Τις μεγαλύτερες αποφάσεις σου τις παίρνεις σιωπηλά.

Τα μάτια κι οι πράξεις σου ουρλιάζουν, απ’ τα μύχια της ψυχής σου, όταν δεν είσαι αυτό που θέλεις. Πέφτεις σε λάθη κι όταν κάνεις βλακείες μιλάς μόνος σου, στον εαυτό σου. Βρίσκεις τη χαρά στα πιο μικρά πράγματα, σε μια παρτίδα τάβλι, σε ένα μπλε τραπέζι, σε μια κιθάρα, σε μια ωραία θέα, σε ένα καλό τσιγάρο, σε ένα ποτήρι τζιν, σε μια κούπα καφέ, σε έναν ωραίο διάλογο με επιχειρήματα.

Δε βρίσκω, που λες, λέξεις, παρά μόνο στίχοι από ποιήματα μου έρχονται, αράδες από βιβλία, που ακόμη κι αν τα μαζέψεις όλα μαζί, δεν κάνουν εσένα. Είναι μια κόκκινη, μια μαύρη κλωστή και μια μπάλα. Ναι, αυτά μου έρχονται στο μυαλό όταν σε σκέφτομαι ή όταν ακούω το όνομά σου. Όταν με συστήνεις σε κόσμο, όταν μου φωνάζεις να μην αγχώνομαι, όταν χαμογελάς, όταν σου λέω τα νέα μου, όταν με βλέπεις να κλαίω, όταν παίζω το παιχνίδι σου…

Διάβασα πολύ και δε βρίσκω ούτε νότες ούτε λόγια για να περιγράψω εκείνο το παράξενο παιδί που είσαι. Σε κανένα ποίημα δε σε βρίσκω. Μα όταν είμαι ο εαυτός μου, νιώθω πως είσαι σαν ένα ποίημα σουρεάλ. Που δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο, που το κρατάει ένα μικρό παιδί κι όλο μου ζητάει να παίξουμε κυνηγητό για να με αφήσει να το διαβάσω…

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη