Τετάρτη βράδυ, είμαι στο θέατρο, το κινητό χτυπά και κάποιος μου λέει πως χτύπησες κι είσαι στο νοσοκομείο. Το κλείνω κι αρχίζω να παίρνω σ’ όλα τα νοσοκομεία των Αθηνών, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Το εκατό, θα πάρω το εκατό.

Με συνδέουν με το Ε.Κ.Α.Β, τους δίνω τα στοιχεία σου. Μια κοπέλα μου λέει πως εχθές το βράδυ, έγινε ένα ατύχημα, μ’ ένα κορίτσι με παρόμοιο επίθετο. Θεέ μου, κάνε να μην είσαι εσύ, κάνε να έχουν κάνει απλώς λάθος στο επίθετο.

Το όνομα πατρός κι η ηλικία είναι ίδια μ’ αυτή που της έδωσα λέει. Τη ρωτάω σε ποιο νοσοκομείο είσαι, σε τι κατάσταση είσαι. Περιμένω να με συνδέσει.

Δεν μπορώ  να περιμένω, έρχομαι. Κάποιος μου λέει ότι η είσοδος απαγορεύεται, ότι δεν είμαι συγγενής πρώτου βαθμού και δεν είναι ώρα επισκεπτηρίου. Να έρθω πάλι αύριο το πρωί, λέει. Είσαι στην εντατική.

Γυρνάω σπίτι, κλαίω, ουρλιάζω. Δε θα με πάρει από κάτω, είσαι δυνατή, θα τα καταφέρεις. Ναι, η παιδική μου φίλη είναι δυνατή. Να φάω, πρέπει να φάω, πάω στην κουζίνα και σε θυμάμαι να με κοροϊδεύεις.

Εγώ να σου λέω ότι είσαι μια ανεπρόκοπη που καις μέχρι και τα μακαρόνια και μετά σε θυμάμαι να μου λες πόσο καιρό είχες να φας καλό, σπιτικό φαγητό. Δεν μπορώ να φάω, πού είσαι για να μου φωνάξεις πως πάλι αδυνάτισα;

Μου είπαν να πάρω κάτι χάπια για να κοιμηθώ, τα παίρνω, πάω στο κρεβάτι και σε θυμάμαι. Να μου λες πόσο άνετο είναι, να γελάς μαζί μου όταν τρομάζω με το θόρυβο του ψυγείου. Να ροχαλίζεις και να σου πετάω μαξιλάρια.

Γάμησέ το, πάω στον καναπέ όπως έκανα και τότε που δεν ξύπναγες. Γιατί δεν είσαι δίπλα μου να γελάς,  να μου γκρινιάξεις πως πάλι καπνίζω πολύ; Τα χάπια μ’ έπιασαν, ο Μορφέας ήρθε.

Πρωί, πάω να φτιάξω καφέ. Το ντουλάπι είναι άδειο σαν τότε που ήπιες όλο το κουτί του latte κι εγώ σου φώναζα. Να ντυθώ, πρέπει να έρθω να σε δω, ανοίγω την ντουλάπα. Οι μπλούζες σου μπροστά μου, την κλείνω.

Οι κάλτσες οι ροζ πού είναι; Θέλω να βάλω τις κάλτσες  τις ροζ. Ξέχασα τις έχεις εσύ. Να κάνω ένα μπάνιο πρώτα, μη με δεις έτσι. «Μπέμπα, πού είναι οι πετσέτες;», να μου φωνάζεις κι εγώ να σου μουρμουράω πως μπήκα σε καινούριο σπίτι κι εγκαινιάζεις εσύ το ντουζ.

Εσύ να μου χαμογελάς και να μου λες πως κάποια μέρα θα με κάνεις ξανθιά. Να μου φωνάζεις πως είμαι ένα φυτό  κι ήρθα κι έμεινα τόσο μακριά σου. Εγώ να σου λέω ότι θέλω τη θάλασσα κοντά μου κι εσύ να μου ζητάς οδοντόκρεμα.

Έφτασα, η μαμά σου μου λέει πως μ’ αγαπάς και πως πρέπει να φύγω, να πάω στη σχολή, ότι εσύ αυτό θα ήθελες. Εγώ να της λέω ότι θα τα καταφέρεις. Με βάζουν να φορέσω κάτι πράσινα ρούχα, να πλύνω τα χέρια μου, να βάλω αντισηπτικά.

Μια πόρτα που απέξω γράφει Μ.Ε.Θ ανοίγει. Με ρωτάνε ποιον έχω μέσα, δεν τους απαντάω.  Μπαίνω, σε μια αίθουσα γεμάτη από κρεβάτια, γιατρούς, νοσοκόμες, μηχανήματα, μου λένε πως είσαι στο βάθος.

Ρε μαλάκα, αυτοί σε γέμισαν σωληνάκια, αλλά και πάλι είσαι τόσο όμορφη.  Μου είπαν μόνο αν γίνει ένα θαύμα κι εγώ θυμήθηκα πριν καμιά δεκαριά χρόνια να μου μιλάς για νεράιδες. Στα είπα όλα εκείνο το μεσημέρι κι έφυγα γιατί πάντα όταν με έπιαναν τα κλάματα πρώτα μ’ αγκάλιαζες και μετά με έβριζες. Τώρα δεν έκανες τίποτα.

Οι μέρες πέρασαν κι εσύ ένα Σάββατο πρωί αποφάσισες να φύγεις. Καλά ρε, δε μου είχες πει πως θα είσαι για πάντα εδώ; Ποιος θα μου λέει να σταματήσω να γκρινιάζω, με ποιον θα πηγαίνω παραλία; Απ’ τα δέκα μέχρι τα είκοσι μαζί πηγαίναμε. Εσύ με έλεγες ντομάτα κι εγώ ζήλευα το σώμα σου.

Ποιος θα μου τρώει τις σοκολάτες, με ποιον θα βάζω τέρμα τη μουσική στο αμάξι και θα τραγουδάω σαν τρελή; Ποια θα μου φτιάχνει το μαλλί, με ποια θα μιλάω στα σοκάκια και τις θάλασσες τα ξημερώματα;

Ποια θα με βγάζει φωτογραφίες, ποια θα μου κράζει τους γκόμενους, ποια θα μου διδάσκει περί ανωτερότητας; Ποια θα κατεβάζει όλο το μαγαζί κάτω, για να δοκιμάσει παπούτσια; Με ποια θα πίνω, ποια θα μου λέει να μη με νοιάζει ο κόσμος; Ποια θα με δουλεύει για το φτέρνισμα και το γέλιο μου; Με ποια θα χορεύω στη βροχή;

Ξέρεις κάτι; Δεν μπορώ πια να κοιμηθώ στο κρεβάτι, δεν μπορώ πια να μπω στο αμάξι, δεν μπορώ να πάω στο μαγαζί, δεν μπορώ πια να πάω εκεί που πηγαίναμε μαζί. Κι αυτοί εδώ πέρα μου λένε πως πρέπει να είμαι δυνατή και πως δε θες να με βλέπεις έτσι.

Πολλά είπα πάλι κι όπως ξέρεις δεν είπα καν τα μισά. Σ’ αγαπώ, να προσέχεις μικρή μου γοργόνα, να με προσέχεις.

Για την Άντζελα.

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου