Απορία το έχω αν τσεκάρεις κι εσύ όλη την ώρα το κινητό σου. Εγώ το παραδέχομαι, το κάνω συνέχεια και δεν ξέρω γιατί. Μάλλον είναι μηχανική κίνηση, θα μου έμεινε συνήθειο από τότε που μιλούσαμε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.

Τι λέγαμε τόσες ώρες, μου λες; Προσπαθώ να σκεφτώ πως δε βαριόμασταν ο ένας τον άλλο, προσπαθώ να σκεφτώ γιατί με κανέναν άλλο δεν καταφέρνω να μιλήσω παραπάνω από μία ώρα χωρίς να χασμουρηθώ. Το πετάω και το ξεχνάω όπου να ‘ναι όταν δε μιλάω μαζί σου, δεν παίζει πλέον ταμπούρλο η καρδιά μου όπως τότε που περίμενα να δω τι θα απαντήσεις.

Δεν πετάγομαι πάνω και δε χοροπηδάω σαν τρελή πάνω στο κρεβάτι όπως έκανα όταν μου έστελνες, δεν έχω να συζητήσω κάτι πλέον με τους φίλους. Τι να τους πω; Πως μιλάω με ανθρώπους αδιάφορους; Αφήνω αναπάντητα τα μηνύματά μου, δε με νοιάζουν, δε με αφορά τι μου λένε κι όταν με ρωτάνε γιατί δεν απάντησα, δικαιολογούμαι πίσω από ψέματα.

Τους λέω ότι και καλά ξεχάστηκα, πως δεν το είδα. Τι θες να τους πω, πως μπαίνω συνέχεια μόνο στη συνομιλία μας; Ότι κοιτάω πριν πόση ώρα ήσουν ενεργός, πως σκέφτομαι τι κάνεις εκείνη τη στιγμή και προσπαθώ να μαντέψω πού είσαι; Υπολογίζω το χρόνο και θυμάμαι πως εκείνες τις ώρες μιλούσαμε μαζί. Τώρα μιλάς αλλού;

Μια απ’ τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ανθρώπου, σου έλεγα κάποτε, είναι η σκέψη. Το νιώθεις πως σε σκέφτομαι κι εγώ το νιώθω κι αυτό με κάνει να μη με νοιάζει αν μιλάς ή αν καυλαντίζεις αλλού. Κάνε ό,τι σε κάνει χαρούμενο, αλλά κι οι δυο ξέρουμε πως όταν πιεις (και δε θα μπορείς να ξεγελάσεις πια τον εαυτό σου) τα μάτια σου εμένα θα ψάξουν. Εμάς θα θυμηθείς, θα σου έρθει στο μυαλό η τρέλα μου κι οι στιγμές μας κι αυτό εμένα μου αρκεί.

Όταν βλέπω τις παλιές μας συνομιλίες, κάποιες φορές με παίρνει το παράπονο και τρέχει και κανένα δάκρυ, αλλά τις περισσότερες χαμογελάω. Νιώθω πως έτσι διασφαλίζω στην αιωνιότητα όσα είπαμε, όσα ζήσαμε. Ξέρεις, μπορεί να κοιτάω μια οθόνη να δω αν θα μου στείλεις, αλλά βαθιά μέσα μου γνωρίζω πολύ καλά πως αυτά που είπαμε τότε, δε θα τα ξαναπούμε ποτέ.

Έτσι είναι, λένε, τα συναισθήματα δε γυρίζουν πίσω, εφόσον βαρύγδουπα λόγια ειπώθηκαν μία φορά κι έμειναν στον αέρα, πώς να ειπωθούν και δεύτερη; Τις λέξεις πρέπει να τις σέβεσαι, να μην τις σπαταλάς, να μην τις ξοδεύεις αλόγιστα, γι’ αυτό κι εγώ δεν ξέρω τι να πω τώρα πια.

Όπως δεν ξέρω τι περιμένω να μου στείλεις και δεν ξέρω γιατί εγώ δε σου στέλνω. Με μουδιάζει ο εγωισμός, περιμένω κάποια ηλίθια επιβεβαίωση ίσως; Δε γνωρίζω τι μου συμβαίνει και δε με νοιάζει κιόλας να μάθω. Μου φτάνει το «θέλω» μου κι ας μην έχω ιδέα τι να απαντήσω στο «γιατί» μου.

Αν είναι να στείλεις μην το αργείς, κάν’ το τώρα, γιατί μετά θα είναι πολύ αργά και για τους δυο μας. Αν πάλι δεν το κάνεις νομίζω πως θα βαρεθώ να κοιτάω μια μαύρη οθόνη. Είτε θα πάρω αγκαλιά την επιθυμία μου και θα έρθουμε να σε βρούμε είτε θα την ρίξω κι αυτή στη λήθη και θα φύγω μακριά.

Συμπέρασμα; Στείλε, γιατί τους έχω βαρεθεί όλους!

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη