Η ώρα τέσσερις το πρωί, εγώ καθισμένη σε μια γωνία του σπιτιού αναρωτιέμαι γιατί πάλι δεν κοιμάμαι. Το σπίτι είναι άδειο, τα πλακάκια παγωμένα, τα παράθυρα κλειστά κι η κάπνα είναι η θολή παρέα μου, για απόψε.

Το συναίσθημα, το μυαλό, ποιον να κατηγορήσω σήμερα; Βαρέθηκα να μου ρίχνω τις ευθύνες, δεν τις αντέχουν άλλο οι πλάτες μου. Κουράστηκα να προσπαθώ να μη σε σκέφτομαι, να θυμώνω με τον εαυτό μου. Να δίνω μάχη για να με πείσω πως πρέπει επιτέλους να πάω παρακάτω.

Δεν έφταιξα εγώ, μου το είπες, ήταν δικό σου λάθος, είπες. Μα εγώ μου ρίχνω ευθύνες, γιατί ακόμα σου επιτρέπω να κόβεις βόλτες στο μυαλό μου. Ακόμη θυμάμαι, όπως κι εσύ.

Θυμάμαι να σε κοιτάω στα μάτια και να σου ζητάω να μη με πληγώσεις κι εσύ. Εσύ που αναρωτιόσουν πώς κάποιος, κάποτε, μπόρεσε να με βλάψει, να με αρνηθεί, να με απατήσει, να με προσβάλει.

Τώρα αναρωτιέμαι εγώ∙ πώς μπόρεσες, λοιπόν; Πώς μου είπες ψέματα κοιτώντας με στα μάτια; Πώς καταφέρνεις να κοιμάσαι τα βράδια; Νιώθεις ικανοποίηση που αποτελείωσες το έργο κάποιου άλλου; Περηφανεύεσαι στους φίλους σου για το πόσο μάγκας είσαι, για το πόσο τάχα ευτυχισμένος είσαι τώρα;

Για κοιτάξτε εκείνον που θα έκανε τα πάντα, που θα έμενε όταν όλοι άλλοι θα είχαν φύγει, που υποσχόταν στιγμές μαγικές, που πάθαινε αμόκ όταν δε με έβρισκε στο τηλέφωνο. Εκείνον όπου του έφτιαχνε την ημέρα ένα χαμόγελό μου κι όταν οι λέξεις δεν του έφταναν, έμενε να με κοιτάει.

Τάχα ανησυχούσες για εμένα, φοβόσουν μην πάθω τίποτα, να φάω καλά, να πιω νερό, να μην πίνω το βράδυ καφέδες, να μην καπνίζω πολύ. Ε, μάθε, λοιπόν, πως εσύ με βλάπτεις περισσότερο από όλα. Ο λόγος; Πολλοί! Ο κυριότερος είναι το «γιατί». Γιατί, ρε φίλε, τα είπες όλα αυτά; Σε πίεσε κανείς, έβλεπες στα μάτια μου κάποια άλλη; Ήθελες να περάσεις τον χρόνο σου, είναι το χόμπι σου; Είσαι ένας σύγχρονος Δον Ζουάν, μήπως;

Πίστευα πως ήσουν δίπλα μου στη θέα του όπλου κι εσύ ήσουν εκείνος που είχε το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ξέρεις, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι εκεί έξω που δεν έχουν τη δυνατότητα να σκορπίζουν φαιά ουσία. Έχουν περάσει πολλά και συνήθως σε προειδοποιούν πως δε θα το αντέξουν αν κι εσύ είσαι ένας από όλους τους άλλους.

Εσύ το ήξερες, ήξερες τι είχα περάσει, τι περνούσα και με διέλυσες θεαματικά. Παρ’ όλα αυτά, θες να προσέχω και να είμαι ευτυχισμένη. Απορώ, μόνο που το λες δεν ντρέπεσαι;

Ξέρεις κάτι; Σε ευχαριστώ για όλα, σε ευχαριστώ που μου έμαθες ότι εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι σαν του λόγου σου. Πως πράγματι, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Ότι όταν φανερώνεις τις πληγές σου λίγοι θα τις αγκαλιάζουν κι οι περισσότεροι θα στις σκάψουν πιο βαθιά.

Μπορεί, λοιπόν, οι πληγές να μάτωσαν περισσότερο, ο πόνος κι η μνήμη να παίζουν με την πάρτη μου, αλλά εγώ πια κατάλαβα. Κι εσύ πλέον δεν ξέρεις αν όλα αυτά που τόση ώρα διαβάζεις, εγώ τα εννοώ. Τώρα πια θυμάμαι και μάλλον δε θα είμαι σοβαρή μαζί σου, μπορεί πάλι και να είμαι.  Όπως και να έχει τώρα είμαι πιο δυνατή από ποτέ.

Για αυτό λοιπόν, να με περιμένεις…

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη