Βράδυ σε ένα μπαλκόνι του Πειραιά και για παρέα ένα πακέτο τσιγάρα και τη θάλασσα. Περίεργο πράγμα η θάλασσα, σαν την κοιτάς όλο σου το παρελθόν παίρνει μπροστά στα μάτια σου ζωή. Σαν να ανασταίνονται στιγμές, γέλια, δάκρυα, χάδια, αγκαλιές, λόγια κι υποσχέσεις.

Πόσες υποσχέσεις έχεις ακούσει ε; Έχεις ακούσει πάρα πολλά, άλλες φορές τους κοίταζες στα μάτια κι ήξερες βαθιά μέσα σου πως τα χείλη που έχεις απέναντί σου ξεστομίζουν ψέματα.

Δεν ήθελες να το πιστέψεις όμως, δεν ήθελες να ακούσεις εκείνη τη φωνή που ούρλιαζε μέσα σου, πως για άλλη μια φορά σε γεμίζουν με φρούδες ελπίδες. Εθελοτυφλούσες και με το νόμο μάλιστα. Έτσι όταν ήρθε το τέλος, όσο κι αν πληγώθηκες  ήταν κάτι σχεδόν αναμενόμενο για σένα.

Αυτές οι άλλες υποσχέσεις, όμως, που άκουσες συνοδευμένες από κάτι βλέμματα καθάρια κι εν τέλει αθετήθηκαν, δε θα τις ξεχάσεις  ποτέ. Ήταν από έναν άνθρωπο που κάποτε πίστεψες, θαύμασες κι αποφάσισες να του ανοίξεις την ψυχή σου. Δεν ήταν σαν τους άλλους αυτός κι εσύ το είδες, γι’ αυτό αποφάσισες να δεθείς, να εμπιστευτείς. Οι άνθρωποι όμως έχουν ένα μεγάλο ελάττωμα, που εσύ συνέχεια το ξεχνάς. Οι άνθρωποι φεύγουν έτσι κι εκείνος  καθώς έφευγε πήρε μαζί και τα ψέματά του.

Σκληρό πράγμα το ψέμα, πληγώνει δυο ανθρώπους παράλληλα, μα περισσότερο εκείνον που το πιστεύει. Το ψέμα είναι ελπίδα και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο που μπορείς να στερήσεις σε κάποιον πέρα απ’ την ελπίδα.

Δεν πονάνε, δεν πληγώνουν όλα τα ψέματα όμως το ίδιο. Μια ψεύτικη υπόσχεση, σε έναν ήδη διαλυμένο συναισθηματικά άνθρωπο είναι η χαριστική βολή. Ποια είναι αυτή; Το «τώρα πια έχεις εμένα, μη φοβάσαι». Για να φτάσεις στο σημείο να υποσχεθείς κάτι τέτοιο, πάει να πει, πως ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου, σου έχει κάνει κατάθεση ψυχής. Πάει να πει, πως σε έχει προειδοποιήσει πως δε θα αντέξει άλλη μια προδοσία.

Είναι σαν να έχει ανάγκη να ακούσει η ψυχή του πως βρήκε πια έναν σύμμαχο. Πως στα σκοτάδια δε θα περπατάει πια μόνος, αλλά ένα χέρι θα τον κρατάει σφιχτά. Καταλαβαίνεις τι βαρύτητα κρύβει μέσα της αυτή η φράση; Υπόσχεσαι σε κάποιον πως θα είσαι δίπλα του στα δύσκολα, πως ο ένας έγιναν ξαφνικά δυο.

Εισβάλλεις στη ζωή του λέγοντάς του κάτι τέτοιο και τον προκαλείς να σε εμπιστευτεί. Και τι κάνεις στο τέλος; Τον πουλάς όσο-όσο και φεύγεις! Τα οχυρά, έγιναν συντρίμμια κι ο δήθεν σύμμαχος αποχώρησε θεαματικά. Η υπόσχεση που έδωσες ήταν άλλο ένα ψέμα, η ελπίδα σου ήταν μια ακόμη πλάνη απ’ τις πολλές που έχουμε ακούσει κι αν αυτό δεν είναι η μεγαλύτερη ήττα σου, τότε δεν ξέρω τι είναι.

Δε βαριέσαι, η δύναμη στο τέλος πάντα κερδίζει και δύναμη έχουν αυτοί που μένουν, αυτοί που δεν ξεχνούν. Άλλη μια αυταπάτη, καταγράφηκε στο ημερολόγιο της ζωής κι η ζωή όπως ξέρεις αργά ή γρήγορα έχει μάθει να δικαιώνει.

Να θυμάσαι, πως κάποτε και σε κάποιον είπες πολλά και δεν έκανες τίποτα από όλα αυτά. Να θυμάσαι πως κάποιον άφησες μόνο και πως δε θα έχεις ποτέ μια καλή δικαιολογία ούτε για να την πεις στον εαυτό σου. Τα βράδια που θα μένεις ξάγρυπνος να τα σκέφτεσαι όλα αυτά και να φυσάς τον καπνό του τσιγάρου σου με ακόμη περισσότερη δύναμη.

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη